Ποιοι είμαστε
Αρχική Το δικράνι του Χιουμ – Πως να σουβλίσουμε την ανοησίαΔΙΑΦΟΡΑ

Το δικράνι του Χιουμ – Πως να σουβλίσουμε την ανοησία

31 Δεκ
2014

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 9 έτη.

Η παρατήρηση των χαρακτήρων αποτελεί την αγαπημένη διασκέδαση όλων όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους έξυπνους. Ένας διαδεδομένος μύθος λεει ότι μπορεί κανείς να διακρίνει τον «αληθινό χαρακτήρα» των ανθρώπων από τον τρόπο που ντύνονται, που χειρονομούν, από το τι τους κάνει να γελούν ή από τις αντιδράσεις τους σε καταστάσεις κρίσης. Ανεξάρτητα από το πόσο αθώα είναι η επιτήδευση, θα υπάρχει κάποιος που ειδικεύεται στο να διακρίνει σ’ αυτήν ποια είναι η πορεία ζωής κάποιων άλλων ανθρώπων από τον τρόπο που ανάβουν το τσιγάρο τους ή από το πως τυλίγουν το μαντίλι τους.

Συνήθως, η αξιοπιστία με την οποία περιβάλλονται αυτοί οι κανόνες είναι άστοχη και η σκέψη πως η εξοικείωση με αυτούς αποτελεί τη σοφία που έρχεται με τα χρόνια προκαλεί τα γέλια. Οι ισχυρισμοί ότι «γνωρίζουμε τους ανθρώπους» δι αυτών των τρόπων απλά αποτελούν τμήμα μιας συλλογής μύθων.

Οι προοπτικές για μια επιστήμη του ανθρώπινου χαρακτήρα είναι σκοτεινές διότι (όπως σημείωσε ο φιλόσοφος Άλασντερ Μακίντάιρ) η επιθυμία μας να καθιστούμε τους άλλους προβλέψιμους αντισταθμίζεται από την επιθυμία μας να καθιστούμε τους εαυτούς μας μη προβλέψιμους από τους άλλους. Σύμφωνα με τον Μακίντάιρ (1929-) υπάρχει μια βαθύτερη αιτία που καθορίζει το γιατί κάθε άτομο παραμένει ένα αίνιγμα για τα άλλα άτομα και αυτή η αιτία επηρεάζει πολύ περισσότερο από ό,τι η ανθρώπινη συμπεριφορά που σημαίνει ότι τίποτε δεν αποδεικνύει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τον. Το πώς αντιδρά κάποιος σε μια κρίση δεν αποδεικνύει παρά μόνο το πώς αντιδρά σε μια κρίση· το πώς κάποιοι τυλίγουν το μαντίλι τους αποδεικνύει μόνο τον τρόπο που τυλίγουν το μαντίλι τους και τίποτε άλλο.

David Hume

Η αντίληψη αυτή αποτέλεσε τη βάση του έργου του Σκότου φιλόσοφου Ντέιβιντ Χιουμ. Ο Χιουμ πίστευε στην ικανότητα της επιστήμης να κατανοεί τον κόσμο, αλλά όμως αυτό δεν σήμαινε ότι θα αποκάλυπτε κάποιες λογικά αναγκαίες σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Μπορούμε να μιλούμε για ένα μήλο που πέφτει από ένα δέντρο και περνά ξυσιά από το μέτωπο ενός που κοιμάται από κάτω, αλλά δεν μπορούμε να δείξουμε ότι το πρώτο γεγονός θα οδηγούσε αναγκαία στο δεύτερο. Η αναγκαιότητα, υποστήριζε ο Χιουμ, ανήκε αποκλειστικά στον κόσμο των μαθηματικών και της γεωμετρίας. Όσον αφορά τα αντικείμενα των αισθήσεων μας, εδώ όλα είναι ενδεχόμενα και αποτελεί εσφαλμένη λογική να υποθέτουμε ότι ισχύει κάτι διαφορετικό. Μπορούμε να ερευνούμε και να καταγράφουμε καινούρια φαινόμενα, αλλά είναι στη φύση αυτών των φαινομένων η αυτάρκεια. Δηλαδή, τίποτε δεν μπορεί να συναχθεί από αυτά πλην αυτών που αφορούν τη δική τους φύση. Δεν μπορούν να «καταδείξουν» αλήθειες εκτός αυτών των ίδιων, προκειμένου να μας γλιτώσουν από τον μπελά περαιτέρω πειραματισμού και διερεύνησης. Στην προσπάθεια να αναπτύξουμε τις γνώσεις μας, σύμφωνα με τον Χιουμ, δεν υπάρχει τρόπος να «κόψουμε δρόμο».

Ο Χιουμ γεννήθηκε στο Εδιμβούργο το 1711. Ο πατέρας του, χωροδεσπότης μιας πολύ μέτριας έγγειας ιδιοκτησίας στο σκοτικό χωριό Τσερνσάιντ, πέθανε όταν ο Ντειβιντ ήταν τριών χρόνων. Ο Χιουμ μαζί με τον αδερφό και την αδερφή του ανατράφηκαν με φροντίδα από τη μητέρα τους Κάθριν, η οποία φρόντισε να λάβουν καλή μόρφωση. Ο Ντειβιντ πήγε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου όταν ήταν δώδεκα χρόνων και φοίτησε εκεί εκεί τρία χρόνια. Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε χωρίς επιτυχία στους τομείς του εμπορίου και του δικαίου. Το νομικό επάγγελμα, έλεγε, τον έκανε να αισθάνεται «ναυτία». Το ότι η νομική επιστήμη έχασε ένα λειτουργό απέβη προς όφελος της φιλοσοφίας, αν και αυτή δεν το συνειδητοποίησε αμέσως. Το 1734, ο Χιουμ ήταν πεπεισμένος ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε καλύτερο στη ζωή του από το να αφοσιωθεί στη φιλοσοφία. Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου μέσα σε τρία χρόνια δημιούργησε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα, με την Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση. Το έργο ήταν σκόπιμα προκλητικό και ο συγγραφέας του επιζητούσε να αντιμετωπίσει τις επικρίσεις που ανέμενε να ακολουθήσουν τη δημοσίευσή του. Ωστόσο, η Πραγματεία «βγήκε θνησιγενής από το τυπογραφείο», όπως είπε ο ίδιος, και δεν κατόρθωσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον πόσο μάλλον την αντιπαράθεση. Ο Χιουμ θα δαπανούσε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του διατυπώνοντας τα ίδια επιχειρήματα με πιο ελκυστικό τρόπο και με μεγαλύτερη επιτυχία.

Η μητέρα του Χιουμ περιέγραψε κάποτε το νεαρό Ντειβιντ σαν αγαθή ψυχή αλλά με ελαφρώς αδύναμη νοητική ικανότητα. Μάλλον αναφερόταν στην ψυχική του συγκρότηση και όχι στην εξυπνάδα του, καθώς οι πρώιμες διανοητικές του προσπάθειες τον οδήγησαν σε νευρική κατάρρευση, όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων. Η Κάθριν είχε δίκιο όσον αφορά την ευγενική του φύση, καθώς ο γιος της φαίνεται ότι δεν έκανε προσωπικούς εχθρούς πλην προς χάριν του παρανοϊκού και αναιδούς Ζαν-Ζακ Ρουσό (1712-1778). Τα πράγματα ήταν διαφορετικά όμως στην επαγγελματική του ζωή, στην οποία καταδιωκόταν από τις κατηγορίες του αιρετικού και του αθεϊστή. Υπάρχει μια ιστορία για μια ηλικιωμένη γυναίκα που συνάντησε τυχαία τον Χιουμ και τον άρπαξε από τη μέση θυμωμένη. Τελικά συμφώνησε να τον αφήσει, αφού πρώτα απάγγειλε το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών».

Hume_FNL_338730b

Ενώ πολλοί κληρικοί διαφωνούσαν με τις απόψεις του Χιουμ, έγιναν φίλοι του διότι ήταν αδύνατο να τον αντιπαθήσουν. Οι περί της θρησκείας απόψεις του, όμως, ευθύνονταν για το ότι του αρνήθηκαν την έδρα της ηθικής φιλοσοφίας οτο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, το 1744. Εγκατέλειψε την πόλη απογοητευμένος και ανέλαβε μια πολλά υποσχόμενη θέση διδασκάλου κοντά σε έναν Αγγλο αριστοκράτη. Δυστυχώς, ο «τρελός» μαρκήσιος του Αναντειλ δεν ήταν απλώς ανεπίδεκτος μαθήσεως αλλά και εντελώς παράφρων όντως και ο Χιουμ βγήκε από τη δύσκολη θέση ένα χρόνο αργότερα. Το 1746, ο Χιουμ πήρε μια πιο σημαντική θέση ως γραμματέας του στρατηγού Τζέιμς Σεντ Κλερ, με τον οποίο έζησε από κοντά τη στρατιωτική δράση στη Βρετάνη και ταξίδεψε στις πρεσβείες της Βιέννης και του Τορίνο. Από τη θητεία του σ αυτό το πόστο προέρχεται η θαυμάσια κατακόκκινη στολή που φορά στο πιο γνωστό του πορτρέτο και ο διορισμός του σε μια καλύτερη θέση, του γραμματέα του Βρετανού πρέσβη στο Παρίσι επί τρία χρόνια. Το λογοτεχνικό Παρίσι ανέπεμψε αφειδώς ύμνους προς το φιλόσοφο και έγιναν φίλοι με τον Ρουσό. Ο Χιουμ έφερε τον Ρουσό μαζί του στην Αγγλία όπου δεν μπορούσαν να τον φτάσουν οι «εχθροί» του. Η μανία του Ρουσό αργότερα του στέρησε μεγάλο μέρος της μεγαλοσύνης του και ντρόπιασε το σωτήρα του, εφόσον κατηγόρησε τον Χιουμ ότι οργάνωσε συνωμοσία για να τον δολοφονήσει. Ελάχιστοι ήταν λιγότερο πιθανοί δολοφόνοι από τον ήρεμο Χιουμ που διατήρησε την αφοσίωσή του ακόμη και όταν είχε προδοθεί. Ίσως ο Ρουσό να ήταν αντισυμβατικός ακόμη και στην τρέλα του και άρχισε να κρίνει πιο πολύ μάλλον από τις εντυπώσεις. Ο Τζέιμς Κόλίριλντ, κόμης Τσάρλμοντ, έγραψε για τον Χιουμ:.

Το πρόσωπό του ήταν πλατύ και παχύ, το στόμα του μεγάλο και δεν είχε άλλη έκφραση πλην της ηλιθιότητας. Τα μάτια του ήταν άδεια και χωρίς τη σπιρτάδα του πνεύματος και η παχυσαρκία του ταίριαζε περισσότερο με την όψη ενός χελωνοφάγου επαρχιακού δημάρχου παρά με ενός εκλεπτυσμένου φιλόσοφου. Ο τρόπος που μιλούσε τα αγγλικά φαινόταν γελοίος με εκείνη τη βαριά σκοτσέζικη προφορά και ο Γάλλος του, εάν είναι δυνατόν, ήταν ακόμη περισσότερο για γέλια- είναι λοιπόν παραπάνω από βέβαιο πως η σοφία ποτέ πριν δεν είχε κρυφτεί κάτω από μια τόσο χωριάτικη περιβολή.

hume

Τελικά ο Χιουμ επέστρεψε στο Εδιμβούργο. Δεν υπήρχε άλλη πόλη στην Ευρώπη, παρατήρησε, στην οποία μέσα σε λίγα λεπτά θα μπορούσε να συναντήσει πενήντα μεγαλοφυείς και ιδιαίτερα μορφωμένους άνδρες. Μια ασθένεια των εντέρων που τον ταλαιπωρούσε επί πολλά χρόνια εισήλθε στην τελευταία κρίση, το 1776, και ο ίδιος έλεγε: «Πεθαίνω όσο γρήγορα θα επιθυμούσαν οι εχθροί μου, εάν υπάρχει κανείς, και τόσο εύκολα και χαρούμενα όσο θα επιθυμούσαν οι καλύτεροί μου φίλοι».

Ο Χιουμ διατήρησε την πασίγνωστη ανεκτικότητά του στις προσωπικές του υποθέσεις. Στη φιλοσοφία ήταν λιγότερο προσαρμοστικός. Είχε ελάχιστο χρόνο για αφηρημένες εικασίες περί των πραγμάτων που θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να γνωρίσει. Όπως το έθετε ο Χιουμ, υπάρχουν δύο έγκυρα αντικείμενα έρευνας: οι σχέσεις των ιδεών και τα πραγματικά δεδομένα. Το πρώτο αφορά τη γεωμετρία και τη αριθμητική. Ότι το δύο πολλαπλασιασμένο με το έξι κάνει δώδεκα εκφράζει μια σχέση μεταξύ εκείνων των αριθμών που μπορούμε να ανακαλύψουμε με την καθαρή σκέψη χωρίς τη συνδρομή της εμπειρίας μας από τον κόσμο. Παρομοίως, οι εσωτερικές γωνίες ενός ευκλείδειου τριγώνου όταν προστίθενται, αποδεδειγμένα, ισούνται με 180 μοίρες χωρίς να ελέγξει κανείς τους αριθμούς πάνω σε ένα τρίγωνο σχεδιασμένο σε πίνακα. Μπορούμε να θεωρούμε σίγουρο ένα μαθηματικό αποτέλεσμα, διότι η άρνησή του θα συνεπαγόταν ότι αντιφάσκουμε με τον εαυτό μας. Μια τέτοια αλήθεια μπορεί να αποδειχθεί χωρίς κανείς να κουνηθεί από την πολυθρόνα του. Ο τρόπος που καταπιανόμαστε με την απόδειξη των δεδομένων της πραγματικότητας, από την άλλη, είναι πολύ διαφορετικός. Είναι δυνατόν να υποδείξουμε το αντίθετο οποιουδήποτε ενδεχόμενου γεγονότος χωρίς αντιφάσεις. Μπορούμε ανά πάσα στιγμή να φανταστούμε τόσο την πιθανότητα να μην ανατείλει ο ήλιος αύριο όσο την ανατολή του με τον φυσιολογικό τρόπο. Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα όμως είναι αναγκαίο να βγούμε έξω και να συμβουλευτούμε την εμπειρία μας. Για τα ζητήματα που δεν διευθετούνται ούτε με τη μαθηματική λογική ούτε με την εμπειρική παρατήρηση, ο Χιουμ υποδεικνύει κάτι απλό, που είναι γνωστό σαν το «δικράνι του Χιουμ» και έχει την εξής διαδικασία:

Πεπεισμένοι γι’ αυτές τις αρχές, τρέχουμε σε όλες τις βιβλιοθήκες και εκεί τι πρέπει να εξολοθρεύσουμε; Εάν πάρουμε στα χέρια μας έναν τόμο· θεολογικής ή φιλοσοφικής μεταφυσικής, για παράδειγμα ας θέσουμε το ερώτημα «Περιέχει κάποια αφηρημένη αιτιολόγηση που αφορά ποσότητα ή αριθμό;» Όχι. «Περιέχει οποιαδήποτε πειραματική αιτιολόγηση που να αφορά πραγματικά δεδομένα και ύπαρξη Όχι. Ρίξτε τον τότε στη φωτιά: Διότι δεν μπορεί να περιέχει τίποτε άλλο παρά σοφιστεία και ψευδαίσθηση.

Ο Χιουμ θα έριχνε αρκετά από τα συμπεράσματα του κοινού νου στην πυρά- ανάμεσα τους τις πεποιθήσεις μας ότι υπάρχει ένα εγώ στον πυρήνα του ανθρώπου, άτι υπάρχουν παρατηρήσιμοι φυσικοί νόμοι και ότι υπάρχει ένας μηχανισμός αιτίου-αποτελέσματος στον κόσμο. Υπάρχουν πράγματα που τους αποδίδουμε το χαρακτηρισμό του αναγκαίου – θεωρούμε ότι οι αισθητηριακές αντιλήψεις απαιτούν κάποιον που να αντιλαμβάνεται ότι οι κανονικότητες απαιτούν νόμους και ότι οι συνέπειες απαιτούν αιτίες. Ο Χιουμ θα αντέτεινε ότι ένθετου με ένα μη εγγυημένο στοιχείο στην περιγραφή τους. Έχουμε αντιλήψεις, αλλά δεν μπορούμε να δούμε πως σχηματίζονται. Παρατηρούμε κανονικότητες στη φύση, αλλά δεν παρατηρούμε φυσικούς νόμους. Διαπιστώνουμε ότι ένα γεγονός ακολουθεί κάποιο άλλο, αλλά δεν διαπιστώνουμε ότι ένα γεγονός προκαλεί κάποιο άλλο, δηλαδή ότι αποτελεί αναγκαίο αίτιο του. Όσον αφορά το θέμα, κινούμε το μπράτσο μας για να σφυρίξουμε σε ταξί, αλλά δεν παρατηρούμε τη λειτουργία της θέλησής μας πάνω στα μπράτσα μας. Μπορεί να σκοπεύουμε να γνέψουμε σε ένα περαστικό ταξί, αλλά αυτό δεν είναι η αιτία της κίνησης των μπράτσων μας, διότι μπορεί να αλλάξουμε γνώμη την τελευταία στιγμή. Μετά από αυτή την τελευταία στιγμή, δεν σκοπεύαμε καθόλου να σηκώσουμε το μπράτσο μας – απλώς το σηκώσαμε. Επίσης, δεν θα παίρναμε μια σειρά γεγονότων και θα συναγάγαμε ένα ακόμη γεγονός από αυτά. Βλέπουμε μια άσπρη μπάλα του μπιλιάρδου να χτυπάει μια κόκκινη η οποία εξακοντίζεται στην τρύπα και θεωρούμε ότι το πρώτο συμβάν προκάλεσε το δεύτερο. Με το προκάλεσε εννοούμε ότι η συνέπεια έπρεπε να ακολουθήσει αναγκαία. Αυτή η αναγκαιότητα όμως είναι κάτι που δεν παρατηρούμε καθ’ εαυτό. Βλέπουμε την πρώτη μπάλα να χτυπάει τη δεύτερη και μετά την τελευταία να μπαίνει στην τρύπα, αλλά αυτό είναι που βλέπουμε όλο κι όλο – συνεπώς η αναγκαιότητα δεν μπορεί να είναι ένα συνηθισμένο γεγονός του είδους που μπορούμε να το παρατηρήσουμε άμεσα. Ούτε μπορεί επίσης να είναι η αναγκαιότητα μια σχέση ιδεών, διότι είναι πιθανόν η δεύτερη μπάλα να είχε (παρατήσει εκεί που ήταν και να είχε στείλει τη λευκή προς τα πίσω, για παράδειγμα. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε την αναγκαία συνέπεια εάν το επιθυμούσαμε, αλλά το συμπέρασμά μας θα στηριζόταν απλώς σε ότι συνήθως συμβαίνει στα παιχνίδια του μπιλιάρδου, Και ο Χίουμ καταλήγει: Η πίστη μας στην αντικειμενική ύπαρξη της αναγκαιότητας δεν έχει καμιά βάση· είναι απλά μια συνήθεια που έχουμε αποκτήσει παρατηρώντας συχνά ότι ένα γεγονός ακολουθεί ένα άλλο.

hsfinal2

Οι εμπειρίες μας με τις μπάλες του μπιλιάρδου εξηγούν τις προσδοκίες μας, αλλά μιλώντας αυστηρά δεν τις δικαιολογούν. Οι συνήθειες δεν είναι το είδος των πραγμάτων που μπορεί να δικαιολογηθεί. Οι συνήθειες μπορεί να ριζώσουν ακόμη περισσότερο, αλλά οι προσδοκίες που αυτές γεννούν δεν σημαίνει ότι θα εκπληρώνονται κάθε φορά. Η εμπειρία, συνεχίζει ο Χιουμ, μας δείχνει μόνο πως ένα γεγονός ακολουθεί ένα άλλο. Δεν μας δείχνει κανένα μυστικό δεσμό που καθιστά τα δύο αυτά γεγονότα αδιαχώριστα. Εάν φανερώσει κάποια στιγμή μια τέτοια σχέση, τότε η σχέση αυτή θα ήταν ένα καινούριο γεγονός – το οποίο θα ήταν τόσο ανενεργό όσο και τα πρώτα δύο και θα υπήρχε ανάγκη μιας άλλης κρυμμένης σχέσης για να συνδεθεί με τα άλλα γεγονότα. Μπορούμε, για παράδειγμα, να παρατηρήσουμε από κοντά τι συμβαίνει όταν η λευκή μπάλα συγκρούεται με την κόκκινη και να δούμε ότι η επιφάνεια της κόκκινης συστέλλεται και διαστέλλεται πάλι, κινώντας την μπάλα μακριά από τη θέση της, αλλά τώρα έχουμε αποκαλύψει ένα άλλο γεγονός και όχι μια αναγκαία σχέση οποιουδήποτε είδους. Εάν μπορούσαμε να είμαστε μάρτυρες του γεγονότος ότι η κίνηση της άσπρης μπάλας προκαλεί την κίνηση της κόκκινης, τότε θα ήταν αδιανόητο να μη συμβεί το δεύτερο γεγονός – όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μας (όπως δεν ισχύει με τα γεγονότα στον κόσμο).

Είναι δυνατόν να αποδώσουμε την αναγκαιότητα σε μαθηματικές αλήθειες, διότι δεν μας λένε τίποτε ουσιαστικό για το πώς είναι τα πράγματα στον κόσμο. Δύο φορές το έξι, για παράδειγμα, κάνει πάντα δώδεκα, ακόμη και αν τα αντικείμενα ποτέ δεν εμφανιστούν κατά δωδεκάδες. Τα μαθηματικά μπορούν ν ασχοληθούν με την αναγκαιότητα, διότι οι απαντήσεις τους προκύπτουν από το νόημα των ερωτήσεων τους. Με τον ίδιο τρόπο, οι εργένηδες είναι αναγκαία μοναχικοί άνδρες όπως οι σύζυγοι είναι αναγκαία παντρεμένες γυναίκες. Η δήλωση «Όλοι οι εργένηδες είναι μοναχικοί άνδρες» είναι αναγκαστικά αληθινή, διότι αποτελεί μια ταυτολογία και όποιος την αρνείται απλά δεν καταλαβαίνει τις λέξεις της πρότασης. Η γνώμη του Χιουμ είναι ότι οι μαθηματικές αλήθειες είναι μεταμφιεσμένες ταυτολογίες. Δυστυχώς, οι ταυτολογίες ελάχιστα χρησιμοποιούνται για να κρίνουμε το χαρακτήρα ξένων ανθρώπων ή να προβλέψουμε την έκβαση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι οι σταθερές μας προσδοκίες για την πορεία του κόσμου δεν μπορούν να αποδειχθούν σωστές – στην πραγματικότητα, συνήθως είναι σωστές αλλιώς θα δεν τις είχαμε, τουλάχιστον κατ’ αρχάς. Ωστόσο, σημαίνει ότι η θεμελίωση των προσδοκιών μας βασίζεται στη συνήθεια μάλλον και όχι στη λογική.

252152

———–

Ο Ζήνωνας και η χελώνα. Πώς να σκέφτεστε σαν φιλόσοφοι” του  Νίκολας Φιρν .

Γιώργος Γ. – antichainletter