Ισχυρισμός:
Ο Δημοσιογράφος Μπόρις Ρέιτσεστερ αποκάλυψε με στοιχεία που του δόθηκαν από το Γερμανικό Υπουργείο Υγείας μετά από ερώτημά του, ότι η θνητότητα από τον κορωνοϊό είναι διπλάσια στους εμβολιασμένους.
Συμπέρασμα:
Ο ισχυρισμός βασίζεται σε ελλιπή δεδομένα. Συγκεκριμένα δε λαμβάνει υπόψη τη διαφορά ηλικιών μεταξύ των εμβολιασμένων και μη, όπως και τους πολλαπλάσιους από τους καταμετρούμενους εμβολιασμένους που ήρθαν σε επαφή με τον ιό αλλά δεν καταγράφηκαν στη σύγκριση, καθώς νόσησαν ήπια ή και καθόλου. Συνολικές μελέτες που έλαβαν υπόψη τους παραπάνω παράγοντες, κατέγραψαν πάνω από 95% προστασία από θνητότητα COVID-19 στους πλήρως εμβολιασμένους.
Μεγάλη απήχηση γνώρισαν δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία γερμανικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η θνητότητα από τον κορωνοϊό είναι διπλάσια στους εμβολιασμένους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ψευδοεπιστημονικό ισχυρισμό που βασίζεται σε ελλιπή δεδομένα.
Παραδείγματα: nikosxeiladakis.gr, makeleio.gr, choratouaxoritou.gr, mandataapoekso.blogspot.com, amazonios.eu, emperorsclothes.gr, katohika.gr, Κωνσταντίνος Αρβανίτης.
Σύμφωνα με τα υπό εξέταση δημοσιεύματα:
Ο Δημοσιογράφος Μπόρις Ρέιτσεστερ αποκαλύπτει στοιχεία που του δόθηκαν από το Γερμανικό Υπουργείο Υγείας μετά από ερώτημά του, σχετικά με τα ποσοστά εμβολιασμένων κατά της COVID-19 που βρέθηκαν θετικά στον ιό και νόσησαν, χρειάστηκαν νοσηλεία ή πέθαναν.
Όπως αναφέρει στο δημοσίευμά του:
«Την περασμένη εβδομάδα και χθες, στην ομοσπονδιακή συνέντευξη Τύπου, ρώτησα τους εκπροσώπους του Υπουργείου Υγείας αν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το ποσοστό των εμβολιασμένων ατόμων που βρέθηκαν θετικοί στην Corona, νόσησαν με Covid 19 και πέθαναν Covid 19. Το Υπουργείο εργάζεται προφανώς και στις αργίες, διότι η απάντηση ήρθε σήμερα.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Robert Koch, μετά τη χορήγηση περισσότερων από 36 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίου, αναφέρθηκαν συνολικά 57.146 κρούσματα Covid-19 μεταξύ εμβολιασμένων ατόμων – δηλαδή 0,016% με βάση τις δόσεις εμβολίου (όχι εμβολιασμένων ατόμων, καθώς πολλοί έχουν ήδη λάβει δύο δόσεις εμβολίου). Το υπουργείο προφανώς μετράει όλους εκείνους που βρέθηκαν θετικοί ως “κρούσματα Covid-19”. 44.059, ή το 77% αυτών, εμβολιάστηκαν μία φορά και 13.087, ή το 23%, εμβολιάστηκαν δύο φορές. Όσον αφορά τους τελευταίους, η απάντηση του υπουργείου αναφέρει: “Όσον αφορά εκείνους που εμβολιάστηκαν δύο φορές, δεν μπορεί να δηλωθεί, λόγω της συντομίας του χρόνου απάντησης, εάν η ασθένεια εμφανίστηκε 15 ημέρες μετά τον 2ο εμβολιασμό (χρόνος έναρξης της υποτιθέμενης πλήρους ανοσολογικής προστασίας από τον εμβολιασμό) και συνεπώς πρέπει να αξιολογηθεί ως εμβολιαστική αποτυχία”.
Από τους 44.059 που βρέθηκαν θετικοί αφού εμβολιάστηκαν μία φορά, οι 28.270, (64%) αρρώστησαν. 4.562, (10%) χρειάστηκαν νοσηλεία και 2.045, (4,6%) πέθαναν.
Από τα 13.087 άτομα που εμβολιάστηκαν δύο φορές με θετικά αποτελέσματα των εξετάσεων, 4.999, (38%) αρρώστησαν. 1.659, (13%) χρειάστηκε να νοσηλευτούν και 662, (5,1%) πέθαναν.»
Συγκριτικά, να αναφέρουμε ότι η θνητότητα στον γενικό πληθυσμό στη Γερμανία είναι περίπου στο 2,4% (86.514 θάνατοι σε 3.615.870 κρούσματα, στις 18/5/21).
Δηλαδή, στην υποομάδα των εμβολιασμένων κατά της COVID, παρατηρείται διπλάσια σχεδόν θνητότητα (4,6%) σε όσους έχουν κάνει την πρώτη δόση και υπερδιπλάσια (5,1%) σε όσους έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου.
Τα διαθέσιμα δεδομένα είναι ελλιπή για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Αποτελούν ωστόσο μια πρώτη ένδειξη και δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η έρευνα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Δηλαδή, να απαντηθεί το αν και σε ποιο βαθμό αποτρέπουν τη σοβαρή νόσηση και συμβάλλουν στη μείωση των νοσηλειών και των θανάτων.
Τι ισχύει
Στις 13-5-2021, ο δημοσιογράφος Μπόρις Ρέιτσεστερ δημοσίευσε ένα άρθρο στο προσωπικό του μπλογκ, το οποίο παρουσίαζε δεδομένα του Γερμανικού Υπουργείου Υγείας ως προς τον αριθμό των εμβολιασμένων στη χώρα που είχαν νοσήσει και πεθάνει με COVID-19. Τα εν λόγω δεδομένα αποστάλθηκαν στον κ. Ρέιτσεστερ έπειτα από αίτημά του στο Υπουργείο, και ο ίδιος παρείχε εικόνα από το εν λόγω email σε σχετικό του βίντεο στο σημείο 2:35.
Ενώ το άρθρο του κ. Ρέιτσεστερ εξέφραζε επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού απέναντι στον SARS-CoV-2, δεν παρουσίαζε τον ισχυρισμό των ελληνικών δημοσιευμάτων, ότι δηλαδή η θνητότητα των εμβολιασμένων ήταν διπλάσια από αυτή του γενικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, ο εν λόγω ισχυρισμός αυτός είναι πλήρως εσφαλμένος, καθώς συγκρίνει με άμεσο τρόπο ανόμοια δείγματα και δε λαμβάνει υπόψη το συνολικό δείγμα των εμβολιασμένων.
Η βασική παράμετρος στην οποία διαφέρουν όσοι νόσησαν από COVID-19 στο γενικό πληθυσμό και στην ομάδα των εμβολιασμένων, είναι η ηλικία. Περίπου 1 στους 3 Γερμανούς είναι άνω των 60 ετών, και στα διαθέσιμα γερμανικά δεδομένα στις 9-4-2021, οι άνω των 60 είχαν κάνει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά της COVID-19 σε τετραπλάσιo αριθμό από τους νεότερους. Αυτό συνέβη επειδή, όπως και στις περισσότερες χώρες, οι ηλικιωμένοι αναγνωρίστηκαν ως οι πλέον ευάλωτοι απέναντι στην COVID-19 και μπήκαν σε πρώτη προτεραιότητα για εμβολιασμό. Όπως τεκμηρίωσε μετέπειτα μελέτη στο γερμανικό πληθυσμό, η θνητότητα μεταβαλλόταν σημαντικά ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες που νοσούσαν σε διαφορετικές περιόδους.
Για να επιχειρήσουμε μια πιο ακριβή σύγκριση θνητότητας COVID-19 μεταξύ εμβολιασμένων και μη που βρέθηκαν θετικοί στον ιό, καταρχάς προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε στοιχεία για τη διάμεση ηλικία της κάθε ομάδας. Αποστείλαμε σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Υγείας της Γερμανίας, ωστόσο δεν ήταν εφικτό να λάβουμε τα εν λόγω στοιχεία.
Συνεπώς, θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση με βάση τα αντίστοιχα δεδομένα που διαθέτουν οι θεσμοί υγείας των ΗΠΑ. Ο θεσμός CDC ανακοίνωσε ότι μέχρι τις 30-4-2021, είχαν καταγραφεί περί τις 10 χιλιάδες περιπτώσεις νόσησης πλήρως εμβολιασμένων, με τη διάμεση ηλικία τους να είναι τα 58 έτη. Ήρθαμε σε επικοινωνία με τον CDC για να μάθουμε τη διάμεση ηλικία των κρουσμάτων στο γενικό πληθυσμό την ίδια περίοδο, και μας ενημέρωσε πως, ενώ τα ακριβή δεδομένα δεν ήταν προς το παρόν διαθέσιμα, μπορούσαμε να υπολογίσουμε προσεγγιστικά το μέσο όρο ηλικίας από τα δημόσια στοιχεία των κρουσμάτων ανά ηλικιακή ομάδα που ανανεώνονται τακτικά. Οι έννοιες του διαμέσου και του μέσου όρου δεν ταυτίζονται, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν συγκριτικά στο πλαίσιο της προσεγγιστικής μας εξέτασης.
Οι μαζικοί εμβολιασμοί ξεκίνησαν στις ΗΠΑ στις 14-12-2020 με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, που τυπικά παρουσιάζει απόσταση 3 εβδομάδων μεταξύ των δύο δόσεών του, ενώ πλήρως εμβολιασμένοι θεωρούνται όσοι έλαβαν την τελευταία δόση τους 2 εβδομάδες μετά. Συνεπώς, οι πρώτοι πλήρως εμβολιασμένοι στις ΗΠΑ εμφανίστηκαν στις 18-1-2021. Έτσι, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα ανά ηλικιακή ομάδα στις 18-1-2021 και στις 30-4-2021, εκτιμήσαμε προσεγγιστικά ότι στο γενικό πληθυσμό, τα κρούσματα παρουσίαζαν μέσο όρο ηλικίας τα 40 έτη το εν λόγω διάστημα. Η εκτίμηση αυτή χονδρικά συμπίπτει με τον ακριβή υπολογισμό της διάμεσης ηλικίας των κρουσμάτων από το CDC το 2020, που κυμάνθηκε από 46 έτη το Μάιο, σε 37 τον Ιούλιο και σε 38 τον Αύγουστο.
Καθώς η θνητότητα της COVID-19 αυξάνεται εκθετικά σε αντιστοιχία με την ηλικία, η διαφορά θνητότητας μεταξύ των ηλικίων 40 και 58 ετών, και άρα των δύο δειγμάτων που εξετάζουμε, είναι μεγάλη. Η προαναφερόμενη μελέτη στο γερμανικό πληθυσμό, αλλά και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο CDC, σε δημοσιεύσεις τους που πραγματεύονται τη μεταβολή θνητότητας της COVID-19 ανά ηλικία, παραπέμπουν στη μετανάλυση θνητότητας των Levin et al. (2020). Σε αυτή τη μετανάλυση, στα 40 έτη η θνητότητα COVID-19 εκτιμάται στο 0.06%, αλλά στα 58 έτη στο 0.59%, δηλαδή σχεδόν 10 φορές μεγαλύτερη. Ακόμα και αν η διάμεση ηλικία των κρουσμάτων στο γενικό πληθυσμό ήταν τα 50 έτη, η ηλικία των 58 παρουσιάζει σχεδόν τριπλάσια θνητότητα.
Ωστόσο, παρά την ηλικιακή διαφορά, η θνητότητα στο δείγμα των εμβολιασμένων στις ΗΠΑ ήταν 2%, πρατικά ίδια με τη θνητότητα στο γενικό πληθυσμό για το εν λόγω διάστημα (η οποία υπολογίζεται διαιρώντας τους θανάτους COVID-19 με τα αντίστοιχα κρούσματα). Οι τελευταίες σχετικές μελέτες εξηγούν το βασικό λόγο που, παρά την ηλικιακή διαφορά, δεν καταγράφηκε διαφορά θνητότητας μεταξύ εμβολιασμένων και μη στο επίμαχο δείγμα.
Στις 7-6-2021, ο CDC ανακοίνωσε τα τελευταία ευρήματα της μελέτης του HEROES-RECOVER, η οποία αναγνωρίζεται ως μία εκ των πιο αξιόπιστων ερευνών συνολικής αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού στις εργαζόμενες ηλικίες, καθώς οι συμμετέχοντες παρακολουθούνται στενά και εξετάζονται κάθε εβδομάδα με μοριακό τεστ PCR. Η εν λόγω μελέτη επαλήθευσε προηγούμενα ευρήματα αναφορικά με τη νόσηση COVID-19 των εμβολιασμένων, τεκμηριώνοντας ότι αυτοί γενικά περνούν την ασθένεια ηπιότερα από τους ανεμβολίαστους. Για παράδειγμα, σε αυτή τη μελέτη, οι εμβολιασμένοι ανάρρωσαν κατά μέσο όρο 6 ημέρες νωρίτερα από τους ανεμβολίαστους, και είχαν 60% μικρότερες πιθανότητες να αναπτύξουν συμπτώματα όπως πυρετό.
Και έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο λόγο που η άμεση σύγκριση θνητότητας που επιχειρούν τα επίμαχα δημοσιεύματα δεν είναι έγκυρη: η σύγκριση αυτή δε λαμβάνει υπόψη το πλήρες δείγμα των εμβολιασμένων που ήρθαν σε επαφή με τον κορωνοϊό, παρά μόνο όσους ήρθαν σε επαφή, νόσησαν, και καταγράφηκαν ως κρούσματα μετά από τεστ. Η προαναφερόμενη μελέτη HEROES-RECOVER, έδειξε επίσης ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι με τα mRNA εμβόλια (Pfizer/BioNTech και Moderna) εμφανίζονταν κατά 91% πλήρως προστατευμένοι και από συμπτωματική και ασυμπτωματική νόσηση, συνεπώς παρότι έρχονταν σε επαφή με τον ιό δεν καταγράφονταν ως κρούσματα. Επίσης, ένα ακόμη ποσοστό, περνώντας την ασθένεια πιο ήπια ή ασυμπτωματικά, δεν αναζητούσε το ίδιο συχνά τεστ ώστε να καταγραφεί ως κρούσμα. Παρότι προς το παρόν δεν υπάρχουν διαθέσιμα το ίδιο ακριβή δεδομένα για τα εμβόλια πλατφόρμας ιικού φορέα (AstraZeneca και Johnson & Johnson), οι κλινικές τους μελέτες κατέγραψαν επίσης προστασία απέναντι σε ασυμπτωματική νόσηση, και το ίδιο φαινόμενο αναμένεται να παρατηρείται σε κάποιον βαθμό.
Η ομάδα ελέγχου ισχυρισμών του USA Today, ερευνώντας παρόμοιους ισχυρισμούς για τη θνητότητα των εμβολιασμένων, ήρθε σε επικοινωνία με τους καθηγητές Lisa Miller και Kristin Nelson οι οποίοι επισήμαναν επίσης το ρόλο του τελευταίου φαινομένου, που καθιστά άκυρη την άμεση σύγκρισης θνητότητας μεταξύ εμβολιασμένων και μη. Ο CDC κάνει την ίδια επισήμανση στη σελίδα του αναφορικά με τις μολύνσεις COVID-19 σε εμβολιασμένους.
Όσον αφορά την πραγματική προστασία από θνητότητα COVID-19 που παρέχουν τα εμβόλια, σε μελέτες που έλαβαν τους παραπάνω παράγοντες υπόψη. Στις κλινικές μελέτες, τα 4 εγκεκριμένα εμβόλια στην ΕΕ που προαναφέρθηκαν, παρείχαν 100% προστασία. Ωστόσο, κατά τις κλινικές μελέτες δεν παρουσιάστηκε μεγάλος αριθμός σχετικών θανάτων, και το δείγμα τους δεν ήταν πλήρως αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού, συνεπώς σημειώθηκε ότι η πραγματική προστασία θα μπορούσε να ήταν λίγο μικρότερη.
Έτσι, σε πανεθνική μελέτη στο Ισραήλ, σημειώθηκε 96.7% προστασία από θάνατο στους πλήρως εμβολιασμένους. Ακολούθησε η δημοσίευση πανεθνικής ιταλικής μελέτης, η οποία ερεύνησε την αποτελεσματικότητα 3 εμβολίων (Pfizer/BioNTech, Moderna, AstraZeneca), 2 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, και χωρίς χορήγηση δεύτερης για το εμβόλιο AstraZeneca: παρά τα πιο αυστηρά κριτήρια, η προστασία από θάνατο παρέμεινε στο 95%. Παράλληλα, και το Υπουργείο Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου σημείωσε 75-80% προστασία από θάνατο μετά από μία δόση του εμβολίου AstraZeneca, και 95-99% προστασία με δύο δόσεις του εμβολίου Pfizer/BioNTech.
Στις αρχές Ιουνίου, ανησυχία προκάλεσε στο Ηνωμένο Βασίλειο το στέλεχος Δέλτα του κορωνοϊού (ινδικό), που αποδεικνυόταν σημαντικά πιο μεταδοτικό και επικίνδυνο από το ήδη πιο προβληματικό στέλεχος Άλφα (βρετανικό), σε σχέση με τα αρχικά στελέχη του ιού. Ωστόσο, στα μέσα του μήνα, το Υπουργείο Υγείας της χώρας κατέγραψε υψηλή προστασία ως προς την εισαγωγή σε νοσοκομείο μετά από δύο δόσεις των εμβολίων Pfizer/BioNTech και AstraZeneca: 96% και 92% αντίστοιχα, που χαρακτηρίστηκε παρόμοια με την προστασία για το στέλεχος Άλφα. Ενώ ακριβή δεδομένα για την προστασία από θάνατο COVID-19 δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα, σημειώθηκε ότι και αυτή αναμενόταν υψηλή, μετά από αντίστοιχα ευρήματα και για άλλα στελέχη του κορωνοϊού.
Συμπέρασμα
Ο ισχυρισμός ότι γερμανικά δεδομένα καταδεικνύουν πως η θνητότητα από τον κορωνοϊό είναι διπλάσια στους εμβολιασμένους, είναι ψευδής και βασίζεται σε ελλιπή δεδομένα. Δε λαμβάνει υπόψη τη διαφορά ηλικιών μεταξύ των δειγμάτων των εμβολιασμένων και μη, όπως και τους πολλαπλάσιους από τους καταμετρούμενους εμβολιασμένους που ήρθαν σε επαφή με τον ιό αλλά δεν καταγράφηκαν στη σύγκριση, καθώς νόσησαν ήπια ή και καθόλου. Συνολικές μελέτες που έλαβαν υπόψη τους παραπάνω παράγοντες, κατέγραψαν πάνω από 95% προστασία από θνητότητα COVID-19 στους πλήρως εμβολιασμένους.