Ποιοι είμαστε
Αρχική Είναι αβέβαιο το αν φάρμακο για τον διαβήτη όντως προστατεύει από σοβαρή νόσηση COVID-19ΛΕΙΠΕΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Είναι αβέβαιο το αν φάρμακο για τον διαβήτη όντως προστατεύει από σοβαρή νόσηση COVID-19

30 Αυγ
2022

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 2 έτη.

Ισχυρισμός:

Νέα μελέτη έδειξε ότι φτηνό φάρμακο για τον διαβήτη μειώνει δραστικά την πιθανότητα σοβαρής νόσησης COVID-19.

Συμπέρασμα:

Στην πραγματικότητα, ο προκαθορισμένος βασικός δείκτης αποτελεσματικότητας της εν λόγω μελέτης, δεν εντόπισε στατιστικά σημαντική προστασία της μετφορμίνης έναντι της COVID-19. Συγκεκριμένα, η μελέτη έγραψε συμπερασματικά ότι καμιά από τις τρεις αγωγές που εξέτασε, δεν απέτρεψε την εμφάνιση υποξαιμίας, εμφάνισης στα επείγοντα, νοσηλείας, ή θανάτου σε σύνδεση με την COVID-19. Μια δευτερογενής ανάλυση εντόπισε πιθανή προστασία στα όρια της στατιστικής σημαντικότητας, αλλά μια επιπρόσθετη ανάλυση δεν έφτασε στην στατιστική σημαντικότητα. Συνολικά, η επιμελημένη έκδοση της μελέτης, καθώς και σχετικό άρθρο σχολιασμού που δημοσιεύτηκε στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, εξήγησαν ότι νέες κλινικές μελέτες επαλήθευσης είναι απαραίτητες, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το εύρημα προστασίας της μετφορμίνης έναντι της COVID-19 όντως υφίσταται, ή είναι συμπτωματικό.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα που γνώρισαν μεγάλη αναπαραγωγή, νέα μελέτη έδειξε ότι ένα φτηνό φάρμακο για τον διαβήτη, η μετφορμίνη, μειώνει δραστικά την πιθανότητα σοβαρής νόσησης COVID-19. Όμως πρόκειται για επιλεκτική παρουσίαση των επιστημονικών δεδομένων.

Ο ισχυρισμός πρώτα δημοσιεύτηκε από το news247.gr στις 19-8-2022, ως εξής:

Μελέτη έδειξε ότι το ευρέως διαθέσιμο φάρμακο μετφορμίνη μείωσε τις επισκέψεις στα επείγοντα, τη νοσηλεία και τον θάνατο από Covid πάνω από 50%, εάν χορηγηθεί εντός 4 ημερών από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.

Ένα ακόμη όπλο κατά της σοβαρής νόσησης από κορονοϊό φαίνεται να έχει στα χέρια της η ιατρική κοινότητα και δεν είναι άλλο από ένα ιδιαίτερα παλιό και φτηνό φάρμακο κατά του διαβήτη. Πρόκειται για το ευρέως διαθέσιμο φάρμακο για τον διαβήτη μετφορμίνη, η χρήση του οποίου σύμφωνα με μελέτη έδειξε ότι μείωσε τα σοβαρά περιστατικά σε ποσοστό πάνω από 50%, όταν χορηγήθηκε κατά τις πρώτες 4 ημέρες από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.

Τα αποτελέσματα προέκυψαν από μια μεγάλη, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή ελεγχόμενη κλινική μελέτη που ανακοινώθηκαν χθες σήμερα από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και δημοσιεύτηκαν στο New England Journal of Medicine. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τρία φιλανθρωπικά ιδρύματα: το Parsemus Foundation, το Rainwater Charitable Foundation και το Fast Grants.

“Αυτό που μας προκάλεσε από νωρίς το ενδιαφέρον ήταν η διαπίστωση πως οι άνθρωποι που έπαιρναν μετφορμίνη κολλούσαν λιγότερο συχνά κορονοϊό και νοσηλεύονταν λιγότερο”, δήλωσε η Elaine Lissner, ιδρύτρια και διαχειρίστρια του μικρού μη κερδοσκοπικού ιδρύματος Parsemus στην Καλιφόρνια, το οποίο εργάζεται πάνω σε λύσεις χαμηλού κόστους που δεν ενδιαφέρουν τη φαρμακευτική βιομηχανία. “Όμως δεν γνωρίζαμε αν ήταν απλώς μία σύμπτωση, μέχρι να ξεκινήσει μια αυστηρή τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη”.

Μελετήθηκαν τρία φάρμακα

Η μεγάλη μελέτη του Πανεπιστημίου της Μινεσότα συνέκρινε τρία φάρμακα που θεωρούνταν πολλά υποσχόμενα: τη φλουβοξαμίνη, ένα αντικαταθλιπτικό που είχε δείξει ισχυρά αποτελέσματα σε προηγούμενες μελέτες, την ιβερμεκτίνη, που ήταν αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος και τη μετφορμίνη — και έδωσε πολύτιμες απαντήσεις.

Τελικά μετά από την έρευνα και για τα τρία φάρμακα, φαίνεται πως η μετφορμίνη ήταν αυτή που κέρδισε. Η μετφορμίνη είναι ένα απίστευτα κοινό φάρμακο, που λαμβάνεται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και δεν έχει συνδυαστεί με κάποια σοβαρή παρενέργεια στις δεκαετίες που χορηγείται.

Το 2019, η μετφορμίνη ήταν το τέταρτο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 85 εκατομμύρια συνταγές που γράφτηκαν για περισσότερους από 17 εκατομμύρια ασθενείς. Οι οδηγίες του FDA υποδεικνύουν ότι δεν πρέπει να λαμβάνεται από άτομα με προχωρημένη νεφρική νόσο και πρέπει να λαμβάνεται με τροφή ή σε σκεύασμα παρατεταμένης αποδέσμευσης, για να αποφευχθεί η στομαχική διαταραχή. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι μικρές, ενώ θεωρείται επίσης ασφαλής για χρήση σε έγκυες γυναίκες.

Η μελέτη περιελάμβανε 1323 συμμετέχοντες που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρών εκβάσεων λόγω κορονοϊού—ενήλικες άνω των 30 ετών και με Δείκτη Μάζας Σώματος πάνω από 25—για να λάβουν τα σωτήρια αποτελέσματα πιο γρήγορα. Η χορήγηση μετφορμίνης έδειξε πως μείωσε πάνω από 50% τις σοβαρές νοσηλείες και 40% τους θανάτους, σε σχέση με τα άλλα δύο φάρμακα.

“Πιστεύω ότι υπάρχουν μαθήματα για όλους μας για να διασφαλίσουμε ότι τα παγκόσμια συστήματα κλινικών δοκιμών μας είναι πιο στέρεα και έτοιμα να συμμετάσχουν σε παγκόσμιες κρίσιμες μελέτες στο μέλλον”, τόνισε η Lissner. “Δεν πρέπει να είναι μικρά ιδρύματα όπως εμείς που χρηματοδοτούμε μελέτες παγκόσμιας σημασίας. Στο μεταξύ, ελπίζω ότι όλη η σκληρή δουλειά να αποδώσουν και οι κλινικοί γιατροί σε όλο τον κόσμο το προσέξουν ότι: η μετφορμίνη, ένα εξαιρετικά φθηνό φάρμακο που συνταγογραφούν καθημερινά, εάν δοθεί αμέσως σε άτομα υψηλού κινδύνου με Covid, μπορεί να μειώσει τα σοβαρά περιστατικά πάνω από το μισό”.

Παραδείγματα άλλων αναπαραγωγών: patrisnews.com, tinealarissa.gr, patranews.gr, fosonline.gr, nonews-news.com.

Ο ισχυρισμός έπειτα αναπαράχθηκε από το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ, amna.gr) με διαφορετική διατύπωση, ως εξής:

Νέα μελέτη δείχνει ότι αντιδιαβητικό φάρμακο μειώνει τον κίνδυνο σοβαρής Covid-19

Η μετφορμίνη, ένα ευρέως συνταγογραφούμενο φάρμακο κατά του διαβήτη, μειώνει κατά τουλάχιστον 40% την πιθανότητα ένας ασθενής με Covid-19 να χρειαστεί νοσηλεία και να πεθάνει, ενώ η μείωση του κινδύνου ξεπερνά το 50% αν η χορήγηση του φαρμάκου γίνει έγκαιρα στην αρχική φάση των συμπτωμάτων, δείχνει μια νέα -διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με ψευδοφάρμακο- κλινική δοκιμή φάσης 3 στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Οι επιστήμονες, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Καρολάιν Μπραμάντε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», μελέτησαν 1.323 ενήλικες 30-85 ετών (μέση ηλικία 46 ετών) που όλοι ήσαν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (με δείκτη μάζας σώματος άνω του 25), μεταξύ των οποίων και έγκυες (το 6%), καθώς επίσης τόσο εμβολιασμένοι (οι περισσότεροι) όσο και ανεμβολίαστοι.

Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε διάφορες ομάδες και πήραν είτε μόνο μετφορμίνη (αντιδιαβητικό), είτε μόνο ιβερμεκτίνη (παρασιτοκτόνο), είτε μόνο φλουβοξαμίνη (αντικαταθλιπτικό) -τρία φάρμακα για άλλες παθήσεις αλλά με πιθανή δράση κατά του κορονοϊού- είτε έναν συνδυασμό των ανωτέρω φαρμάκων, είτε ένα εικονικό φάρμακο (πλασίμπο).

«Η μελέτη μας έδειξε ότι η μετφορμίνη μπορεί να μειώσει την πιθανότητα ένας ασθενής να χρειαστεί να επισκεφτεί το τμήμα επειγόντων ενός νοσοκομείου ή να νοσηλευθεί λόγω Covid-19», δήλωσε η δρ Μπραμάντε. Αντίθετα, δεν βρέθηκε καμία θετική επίπτωση από τη χορήγηση είτε ιβερμεκτίνης, είτε φλουβοξαμίνης. Από την άλλη, κανένα από τα τρία φάρμακα (ούτε η μετφορμίνη) δεν απέτρεψε την υποξαιμία (μείωση του οξυγόνου στο αίμα).

Το δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ έπειτα αναπαράχθηκε σε πολυάριθμα ΜΜΕ. Παραδείγματα: ertnews.gr, tovima.gr, lifo.gr, naftemporiki.gr, skai.gr, capital.gr, alphatv.gr.

Τι ισχύει

Τα επίμαχα δημοσιεύματα βασίζονται σε δελτίο τύπου που εξέδωσε το Ίδρυμα Parsemus στις 18-8-2022, την ίδια ημέρα που δημοσιεύτηκε η επίμαχη μελέτη στο αναγνωρισμένο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine (NEJM). Όπως αναφέρεται και στο άρθρο, το Ίδρυμα αυτό αποτελούσε έναν από τους βασικούς χρηματοδότες της επίμαχης μελέτης.

Ωστόσο, το δελτίο τύπου περιείχε και μια φράση της ιδρύτριας του Ιδρύματος, Elaine Lissner, η οποία μεταφέρθηκε λειψά και στρεβλωμένα στα ελληνικά δημοσιεύματα:

«Μπορεί κανείς να διαφωνήσει για τεχνικά ζητήματα – στατιστικά, επί τούτου αναλύσεις, οξύμετρα – αλλά στο τέλος, οι μισοί άνθρωποι θα μπορούσαν να καταλήξουν στο νοσοκομείο και 40% λιγότεροι να πεθάνουν, αν μεταφέρουμε αυτή την αγωγή γρήγορα σε άτομα υψηλού κινδύνου», είπε η Lissner. «Αυτή ήταν η ουσία. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αγνοήσουμε. Θα αφήσουμε να χαθούν ζωές επειδή ο ιός άλλαξε και δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτό; Πιστεύουμε ότι κάποιος θα κάνει μια μεγαλύτερη, καλύτερη δοκιμή ενός παγκοσμίως προσιτού φαρμάκου 100 ετών και θα τα καταφέρει καλύτερα από αυτό; Δεν έχουμε την πολυτέλεια».

Δηλαδή, η κ. Lissner υπονόησε ότι υπήρχαν κάποιες διαφωνίες στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων, και δεν είπε ότι η μελέτη κατέγραψε 40% μείωση θανάτων με τη χρήση μετφορμίνης, αλλά ότι αυτό ήταν το συμπέρασμα της δικής της ερμηνείας, για το τι θα μπορούσε να σημάνει η χρήση του φαρμάκου στον πραγματικό κόσμο. Δηλαδή, με απλά λόγια, η κ. Lissner δεν ανέφερε ότι η μελέτη έδειξε ξεκάθαρα θετικά αποτελέσματα, αλλά το σκεύασμα πρέπει να χρησιμοποιηθεί γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου να περιμένουμε μεγαλύτερες ή καλύτερες μελέτες, που θα δείξουν ξεκάθαρα αν η συγκεκριμένη αγωγή δουλεύει.

Στην πραγματικότητα, το βασικό συμπέρασμα που καταγράφηκε στη μελέτη, έπειτα από την επιμέλεια εκδοτών του περιοδικού και ομότιμων επιστημόνων, ήταν αρνητικό. Όπως σημειώθηκε, καμιά από τις 3 αγωγές που εξετάστηκαν, συμπεριλαμβανομένης της μετφορμίνης, δεν απέδωσε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα στον προκαθορισμένα βασικό δείκτη προστασίας, που λάμβανε ταυτόχρονα υπόψη την υποξαιμία (χαμηλή οξυγόνωση), την επίσκεψη στα επείγοντα, τη νοσηλεία και τον θάνατο σε σύνδεση με την COVID-19.

Αρχικά, για να αποσαφηνιστούν τα διαφορετικά αποτελέσματα, είναι σκόπιμο να εξηγήσουμε ότι λόγω θεμελιωδών στατιστικών αρχών, οι μελέτες αναφορικά με την αποτελεσματικότητα μιας αγωγής, αποδίδουν ευρήματα σε ένα φάσμα γύρω από την πραγματική αποτελεσματικότητα. Όσο περισσότεροι είναι οι συμμετέχοντες στη μελέτη και όσο μικρότερη είναι η μεταβλητότητα στο μετρήσιμο αποτέλεσμα, τόσο μικρότερο θα είναι και το εύρος αβεβαιότητας επί της πραγματικής αποτελεσματικότητας. [πηγή 1][πηγή 2]

Η καθιερωμένη πρακτική στην επιστημονική κοινότητα, πρεσβεύει ότι η αποτελεσματικότητα μιας αγωγής θεωρείται προκαταρκτικά στατιστικά σημαντική, όταν το εύρος αποτελεσματικότητας δεν περιλαμβάνει αύξηση κινδύνου. Έτσι, ένα αποτέλεσμα για μια αγωγή που φαίνεται να μειώνει το ρίσκο κάποιας πάθησης κατά 30-70%, θεωρείται στατιστικά σημαντικό, αλλά ένα αποτέλεσμα που φαίνεται να μειώνει το ρίσκο έως και 20%, αλλά θα μπορούσε να το αυξάνει και κατά 10%, δεν θεωρείται στατιστικά σημαντικό.

Παρακάτω, μπορούμε να δούμε τα αντίστοιχα δεδομένα της μελέτης σε δύο σχετικά γραφήματα. Όταν η μέτρηση ξεπερνάει την διακεκομμένη γραμμή (μονάδα 1 του κατακόρυφου άξονα), τότε το φάσμα περιλαμβάνει και αύξηση ρίσκου. Έτσι, στον βασικό δείκτη της μελέτης (υποξαιμία, επείγοντα, νοσηλείες, θάνατοι), η αποτελεσματικότητα της μετφορμίνης δεν θεωρείται στατιστικά σημαντική, καθώς περιλαμβάνει αύξηση ρίσκου 9%:

Ωστόσο, όταν παραλείπεται η υποξαιμία, και λαμβάνονται υπόψη μόνο τα επείγοντα, οι νοσηλείες και οι θάνατοι, τότε το αποτέλεσμα θεωρείται οριακά στατιστικά σημαντικό:

Η ερευνητές σημείωσαν ότι η μέτρηση της υποξαιμίας έγινε στο σπίτι από τους ίδιους τους ασθενείς, και μετά την έναρξη της μελέτης, αναγνωρίστηκε ότι οι εν λόγω μετρήσεις αρκετές φορές δεν ήταν αξιόπιστες. Συνολικά, οι ερευνητές θεώρησαν ότι ο πιο αξιόπιστος δείκτης ήταν οι νοσηλείες, που απαιτούσαν κατά το δυνατόν πιο αντικειμενικά κριτήρια.

Ωστόσο, αυτό δεν θα πει ότι τελικά, ο δεύτερος δείκτης καταδεικνύει πραγματική αποτελεσματικότητα, αντί για στατιστική τυχαιότητα. Όταν παραλείπεται και η μετάβαση στα επείγοντα, και λαμβάνονται υπόψη μόνο οι νοσηλείες και οι θάνατοι, η αποτελεσματικότητα καταγράφεται και πάλι μη στατιστικά σημαντική, με το ένα άκρο να φτάνει σε μια αύξηση ρίσκου 11%, παρόμοια με τον βασικό δείκτη της πρώτης εικόνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω μέτρηση αφορά κυρίως τις νοσηλείες, καθώς παρατηρήθηκε μόνο ένας θάνατος, και αυτός στην ομάδα όσων έλαβαν μετφορμίνη.

Χρειάζεται να αναφερθεί ότι το ευρέως χρησιμοποιούμενο φάσμα στατιστικής σημαντικότητας, που είδαμε και παραπάνω, έχει αρκετά αυθαίρετο εύρος. Ενώ δηλαδή όσο πιο πολύ απέχει το όριο του φάσματος από την αύξηση ρίσκου τόσο πιο σίγουρο είναι ότι όντως υφίσταται προστασία, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι και πάλι πρόκειται μόνο για στατιστικό θόρυβο που απλά είναι σπανιότερος από το αναμενόμενο.

Τα τελευταία χρόνια, στην επιστημονική κοινότητα έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα το φαινόμενο όπου, ενώ τα αποτελέσματα μεμονωμένων μελετών εμφανίζονται στο όριο της παραδοσιακής στατιστικής σημαντικότητας, δεν επαληθεύονται σε μεταγενέστερες μελέτες. Έτσι, με σκοπό να μετριαστεί το ρίσκο των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, πολλοί ειδικοί έχουν προτείνει την αυστηροποίηση των κριτηρίων ερμηνείας των αποτελεσμάτων, διευρύνοντας το φάσμα που είδαμε και διεξάγοντας επαληθευτικές αναλύσεις. Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, με τέτοια κριτήρια, η αποτελεσματικότητα της μετφορμίνης στην επίμαχη μελέτη, δεν θεωρείται αυστηρά στατιστικά σημαντική.

Η ίδια επιφυλακτικότητα τονίζεται και στο συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού, που υπέγραψε ένας από τους εκδότες του περιοδικού μαζί με έναν ανεξάρτητο ειδικό. Όπως σημειώνεται, προκαταρκτικές μελέτες για σειρά αγωγών κατά της COVID-19 εμφάνισαν θετικά αποτελέσματα, αλλά αυτά δεν επαληθεύτηκαν εκ των υστέρων. Το ίδιο συνέβη και με τις αγωγές ιβερμεκτίνη και φλουβοξαμίνη, που επίσης εξέτασε η επίμαχη μελέτη, χωρίς να εντοπίσει καμιά ένδειξη θετικών ευρημάτων. Έτσι, ο σχολιασμός υπογράμμισε ότι τα ευρήματα για την μετφορμίνη, δεν καταδείκνυαν τίποτα περισσότερο από την ανάγκη περισσότερης έρευνας.

Χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι, όπως έχουν εξηγήσει και στο παρελθόν άλλοι ειδικοί, τα μη στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα δεν υποδηλώνουν άμεσα ότι μια αγωγή δεν είναι αποτελεσματική, παρά μόνο καταδεικνύουν την αβεβαιότητα των μέχρι τώρα διαθέσιμων δεδομένων. Ωστόσο, σημαντική βεβαιότητα θεωρείται απαραίτητη για την έγκριση χορήγησης μιας γνωστής αγωγής στο πλαίσιο της πανδημίας της COVID-19, καθώς μια μη αποτελεσματική αγωγή μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές αχρείαστες παρενέργειες και σε έλλειψη διαθεσιμότητας για άλλες καθιερωμένες χρήσεις.

Στο ίδιο πλαίσιο αυστηροποίησης των κριτηρίων έρευνας, έχει πλέον καθιερωθεί η προεγγραφή των μελετών, όπου μεταξύ άλλων, ορίζεται ένας βασικός δείκτης αποτελεσματικότητας. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί η επιλεκτικότητα στην εξέταση των δεδομένων, καθώς, ακόμα και όταν μια αγωγή δεν είναι πραγματικά αποτελεσματική, εφόσον λάβουν χώρα αρκετές διαφορετικές αναλύσεις των δεδομένων, κάποια εξ αυτών είναι αναμενόμενο να αποδώσει ψευδώς θετικά ευρήματα.

Αυτός είναι και ο λόγος που, έπειτα από την επιμέλεια της μελέτης, και παρά την αβεβαιότητα για την εγκυρότητα του δείκτη υποξαιμίας, το βασικό συμπέρασμα παρέμεινε εστιασμένο στον προκαθορισμένα βασικό δείκτη αποτελεσματικότητας, και σημειώθηκε ότι η δευτερογενής ανάλυση δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική.

Επίσης, χρειάζεται να αναφερθεί ότι στον δείκτη επειγόντων, νοσηλείων και θανάτων, η χορήγηση της μετφορμίνης απέδωσε οριακά στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα όταν χορηγήθηκε τις πρώτες 3 μέρες της νόσησης, αλλά όχι μετά την 4η μέρα. Όπως και πριν, ενώ θα μπορούσε να πρόκειται για πραγματική διαφορά, υπάρχει επιφύλαξη στην ερμηνεία του αποτελέσματος, καθώς η εξέταση των δεδομένων ανά υποομάδα, είναι μια από τις βασικές πρακτικές που μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς θετικά ευρήματα.

[πηγή, σελ. 16]

Χρειάζεται να σημειωθεί επίσης ότι, η μόνη προηγούμενη κλινική μελέτη χορήγησης μετφορμίνης κατά της COVID-19, δεν απέδωσε θετικά ευρήματα, παρότι σημειώθηκαν διαφορές στην δοσολογία και χορήγηση της αγωγής μεταξύ των δύο μελετών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε διαφορετικά αποτελέσματα.

Συνολικά, η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, Carolyn Bramante, παρότι τοποθετήθηκε αισιόδοξα για την πιθανότητα η μετφορμίνη να είναι όντως αποτελεσματική κατά της COVID-19, τόνισε ότι αυτό ήταν το συμπέρασμα μιας δευτερογενούς ανάλυσης. Επίσης, ο David Boulware, ένας ακόμης συγγραφέας της μελέτης που τοποθετήθηκε δημόσια και παρομοίως θεώρησε πιθανή την αποτελεσματικότητα της μετφορμίνης, δήλωσε ότι ήταν απαραίτητη και μια ακόμη αντίστοιχη κλινική μελέτη επαλήθευσης των αποτελεσμάτων, αλλιώς το ενδιαφέρον για την αγωγή αναμενόταν μηδενικό.

Επιπλέον, παρότι τα δύο δελτία τύπου που εκδόθηκαν για την μελέτη έδιναν βαρύτητα στον ισχυρισμό προστασίας της μετφορμίνης έναντι της COVID-19, έχει αναγνωριστεί ότι γενικά τα δελτία τύπου αρκετές φορές υπερβάλλουν για την βαρύτητα ή βεβαιότητα των επιστημονικών αποτελεσμάτων που περιγράφουν.

Τελικά, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί επίσημα για την χρήση της μετφορμίνης στο πλαίσιο της COVID-19, μια ανασκόπηση και μόνο στις επιφυλακτικές θετικές γνωμοδοτήσεις που ο ΠΟΥ έχει ανακοινώσει μέχρι τώρα για άλλες αγωγές, δείχνει ότι αυτές βασίζονται σε δεδομένα που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικά πιο στέρεα από αυτά της επίμαχης μελέτης.

Συμπέρασμα

Είναι αβέβαιο το κατά πόσο νέα μελέτη έδειξε ότι φτηνό φάρμακο για τον διαβήτη, μειώνει δραστικά την πιθανότητα σοβαρής νόσησης COVID-19. Στην πραγματικότητα, ο προκαθορισμένος βασικός δείκτης αποτελεσματικότητας της εν λόγω μελέτης, δεν εντόπισε στατιστικά σημαντική προστασία της μετφορμίνης έναντι της COVID-19. Συγκεκριμένα, η μελέτη έγραψε συμπερασματικά ότι καμιά από τις τρεις αγωγές που εξέτασε, δεν απέτρεψε την εμφάνιση υποξαιμίας, εμφάνισης στα επείγοντα, νοσηλείας, ή θανάτου σε σύνδεση με την COVID-19. Μια δευτερογενής ανάλυση εντόπισε πιθανή προστασία στα όρια της στατιστικής σημαντικότητας, αλλά μια επιπρόσθετη ανάλυση δεν έφτασε στην στατιστική σημαντικότητα. Συνολικά, η επιμελημένη έκδοση της μελέτης, καθώς και σχετικό άρθρο σχολιασμού που δημοσιεύτηκε στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, εξήγησαν ότι νέες κλινικές μελέτες επαλήθευσης είναι απαραίτητες, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το εύρημα προστασίας της μετφορμίνης έναντι της COVID-19 όντως υφίσταται, ή είναι συμπτωματικό.

Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Κατά την πανδημία της COVID-19, εστίασε στην έρευνα της ψευδοεπιστημονικής παραπληροφόρησης.