Ποιοι είμαστε
Αρχική Όταν η παραφιλολογία για την γλυφοσάτη επιμένει – Η απάντησή μας στο The Press ProjectΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Όταν η παραφιλολογία για την γλυφοσάτη επιμένει – Η απάντησή μας στο The Press Project

27 Αυγ
2018

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 6 έτη.

Επανερχόμαστε στο θέμα της γλυφοσάτης καθώς το The Press Project, μια από τις ιστοσελίδες που παρουσίασαν ανακριβείς ισχυρισμούς σχετικά με το θέμα, προχώρησε σε δεύτερο δημοσίευμα, και στην προσπάθειά της να απαντήσει στο άρθρο των ΕΗ, προβαίνει για άλλη μια φορά σε παραπλάνηση του αναγνωστικού κοινού.

Το νέο ανακριβές και παραπλανητικό -όπως θα αποδείξουμε- άρθρο του The Press Project μπορείτε να το δείτε εδώ.


Ας δούμε λοιπόν αν τα στοιχεία και οι ισχυρισμοί που παρουσιάζει το The Press Project ευσταθούν.



Η βασική διαφωνία μας είναι η παρουσίαση επιλεκτικών στοιχείων με ξεκάθαρη υποστήριξη των φορέων που διατείνονται ότι η γλυφοσάτη αποτελεί σοβαρό κίνδυνο καρκινογέννεσης στους καταναλωτές. Ωστόσο σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε διεξοδικά παρακάτω.



Τα επιμέρους σημεία που παρουσιάζονται εδώ θα εξεταστούν στη πορεία του άρθρου αν και ορισμένα μπορούμε να τα εξετάσουμε εν τάχει ως πρόλογο. Το γεγονός της δίκης και της απόφασης είναι αδιαμφισβήτητα που καθιστά την αναφορά τους περιττή.

Το δεύτερο σημείο είναι λάθος που θα εξετάσουμε παρακάτω καθώς δεν ήταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αλλά ένα παρακλάδι του, ο IARC που κατέληξε στην απόφαση να κατατάξει τη γλυφοσάτη στη κατηγορία 2Α “πιθανώς καρκινογόνοι παράγοντες”, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας μαζί με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσαν αναφορά στην οποία τάσσονται εναντίον του πορίσματος του IARC.

Το τρίτο σημείο αποτελεί σχετικά ακριβή αναφορά, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται υποδηλώνει μια σχέση 50-50 μεταξύ των ερευνών που υποστηρίζουν ότι η γλυφοσάτη είναι καρκινογόνα και αυτών που το αντικρούουν, κάτι που δεν ισχύει. Η αναφορά της Μπεάτα Ριτζ όπως και πολλά άλλα σημεία της δίκης θα αναλυθούν παρακάτω, ωστόσο το σημείο σχετικά με την αδειοδότηση του RoundUp από την ελληνική κυβέρνηση δεν εξετάστηκε πουθενά στο αρχικό μας άρθρο συνεπώς η αναφορά του εδώ δεν έχει κάποια ουσία.

Τέλος οι αρθρογράφοι αναφέρουν ότι:

Σε όλα τα παραπάνω, το μόνο «σχόλιο» του συντάκτη, είναι να χαρακτηρίσει το φυτοφάρμακο «ύποπτο για πρόκληση καρκίνου».

Όχι, αυτό δεν ήταν το μόνο σχόλιο. Ολόκληρο το άρθρο, το οποίο περιείχε πολυάριθμες μελέτες ως πηγές, εξηγούσε γιατί η παρουσίαση της γλυφοσάτης, ως επικίνδυνη ουσία για τους καταναλωτές στις συγκεντρώσεις που βρίσκεται στα τρόφιμα, είναι αβάσιμη. Ας προχωρήσουμε όμως στην ουσία του άρθρου του TPP.



Το άρθρο δεν είχε απλώς μεταφορά δεδομένων, αλλά προσωπικές τοποθετήσεις και παρουσίαση του ζητήματος με τρόπο που άφηνε να εννοηθεί ότι τα στοιχεία για την ασφάλεια της γλυφοσάτης είναι 50-50. Οι λοιπές πληροφορίες σχετικά με την συγχώνευση Monsanto-Bayer, ή σχετικά με τον αριθμό των μηνύσεων, δεν αποτελούν επιχειρήματα σχετικά με την επιστημονική ακρίβεια του υπό εξέταση ισχυρισμού.



Τόσο το γεγονός ότι η υπόθεση προχώρησε σε κανονική δίκη με ενόρκους, όσο και το γεγονός της καταδικαστικής απόφασης είναι προφανώς σημαντικά νέα στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος των Η.Π.Α. θα επηρεάσουν αναπόφευκτα το αποτέλεσμα μελλοντικών υποθέσεων λόγω της ιδιαιτερότητας του “δεδικασμένου” που υπάρχει στο νομικό σύστημα της Αμερικής. Αυτό σημαίνει ότι δικαστικές αποφάσεις παλαιότερων υποθέσεων μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση παρόμοιων μελλοντικών υποθέσεων.



Το επιχείρημα ότι οι “ένορκοι αποφάσισαν με βάση το συναίσθημα και όχι τα στοιχεία” δεν είναι ούτε αστείο ούτε απίθανο, το ακριβώς αντίθετο. Εδώ είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι σε μεγάλες δίκες στις Η.Π.Α. χρησιμοποιούνται ένορκοι, δηλαδή πολίτες οι οποίοι ακούν την επιχειρηματολογία και των δυο πλευρών (του κατήγορου και του κατηγορούμενου) και με βάση τα στοιχεία που προσκομίζονται καταλήγουν τελικά στην απόφαση να αθωώσουν ή να καταδικάσουν τον εκάστοτε κατηγορούμενο.

Το πρόβλημα είναι ότι οι ένορκοι δεν είναι απαραίτητα ειδικοί στο εκάστοτε εξεταζόμενο θέμα. Συνεπώς σε μια δίκη όπως αυτή, στην οποία χρειάζεται στέρεη κατανόηση σχετικά με το πώς λειτουργεί η γλυφοσάτη (ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη ποιότητα μιας επιστημονικής μελέτης, τι συνιστά επιστημονική συναίνεση και πώς αποτιμάται στο πλαίσιο της αξιολόγησης ασφάλειας της ουσίας) γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η εναπόθεση της τύχης του κατηγορούμενου σε ανειδίκευτο κοινό είναι ανοιχτή σε κριτική.

Οι ένορκοι πρέπει να καταλάβουν το υπό εξέταση θέμα, να μελετήσουν τη βιβλιογραφία, να μπορέσουν να αξιολογήσουν τα εκάστοτε μεθοδολογικά λάθη και να αξιολογήσουν τα επιχειρήματα των δικηγόρων της κάθε πλευράς και όλα αυτά σε λίγες ημέρες χωρίς να έχουν (τις περισσότερες φορές) την απαραίτητη εξοικείωση ή το ακαδημαϊκό υπόβαθρο που απαιτείται για αξιολόγηση αυτού του είδους.

Επιπροσθέτως, η προκατάληψη του αμερικανικού κοινού απέναντι στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς δεν είναι απλά στερεότυπο αλλά μια τεκμηριωμένη πραγματικότητα. Το κοινό συχνά φοβάται αυτή την τεχνολογία, γεγονός που επιβαρύνεται από την καμπάνια τρομοκρατίας και διασποράς ψευδών πληροφοριών από διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις. [πηγή]

Επομένως, το να καταλήξει μια τέτοια δίκη σε καταδικαστική απόφαση κατά της Monsanto δεν ήταν στη σφαίρα του φανταστικού, αν μη τι άλλο το μόνο που χρειαζόταν ήταν να προχωρήσει η υπόθεση σε κανονική δίκη και να δοθεί ελάχιστη δημοσιότητα.

Συνεπώς, η αρχική μας αξιολόγηση είναι πλήρως βάσιμη και δεν χρειάζεται κάποια διόρθωση. Η έκβαση της δίκης δε μας προσφέρει τίποτα απολύτως στο πλαίσιο της αποτίμησης ασφάλειας της γλυφοσάτης. Ακόμα και αν η απόφαση ήταν θριαμβευτικά υπέρ της Monsanto η απάντηση θα ήταν πάλι η ίδια: δεν μας λέει κάτι για την επιστημονική βάση του υπό εξέταση ισχυρισμού.



Και εδώ επανερχόμαστε στην εξήγηση τού τι συνιστά σχετικό παράγοντα στη συζήτηση περί ασφάλειας της γλυφοσάτης και τι όχι. Η δίκη στο άρθρο μας αναφέρθηκε ως το εφαλτήριο για την συζήτηση πάνω στο θέμα ασφάλειας της γλυφοσάτης. Η ίδια η δίκη δεν αποτελεί σχετικό επιστημονικό στοιχείο το οποίο μας χρειάζεται ώστε να αναλύσουμε τι είναι η γλυφοσάτη και αν είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Η δίκη μάς λέει ποια είναι η στάση του κοινού και συγκεκριμένων φορέων απέναντι στην ουσία. Συνεπώς η ανάλυση της δίκης δε θα μας προσέφερε κάτι. Ωστόσο μιας και τέθηκε το θέμα οφείλουμε να το εξετάσουμε.



Η “συνομωσιολογία” σύμφωνα με τους αρθρογράφους είναι ότι το σώμα των ενόρκων παραπλανήθηκε ώστε να δώσει καταδικαστική απόφαση κατά τους αρθρογράφους. Ωστόσο δεδομένου του ότι εδώ βρισκόμαστε στο χώρο των εικασιών, η περαιτέρω συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα είναι περιττή.



Αυτό το κομμάτι του άρθρου δείχνει με ακρίβεια τόσο την έλλειψη κατανόησης των αρθρογράφων για το πώς λειτουργεί η επιστημονική μέθοδος, όσο και για το λόγο που η απόφαση του δικαστηρίου στη περίπτωση του κύριου Johnson δεν έχει καμία σχέση με τη συζήτηση περί ασφάλειας της γλυφοσάτης.

Το άρθρο του TPP αναφέρει ότι “αξίζει να σημειωθεί πως πρακτικά ήταν αδύνατο να αποδειχθεί, τόσο το εάν το Roundup προκάλεσε τον καρκίνο του Τζόνσον, όσο και το εάν δεν τον προκάλεσε“. Και στη συνέχεια αναφέρει ότι ο δικηγόρος του κατήγορου όφειλε να αποδείξει ότι η ουσία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάσταση του κύριου Johnson. Όντως στο πλαίσιο της υπόθεσης (αλλά και σε κάθε λογικό διάλογο) το άτομο που κάνει έναν ισχυρισμό οφείλει να τον υποστηρίξει με απτά στοιχεία.

Στη περίπτωσή μας, ωστόσο, δε ήταν δυνατό να εδραιωθεί αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δυο (έκθεση στη γλυφοσάτη και ανάπτυξη καρκίνου). Αν μη τι άλλο η δημοσιευμένη βιβλιογραφία δείχνει αμυδρή συσχέτιση γλυφοσάτης και non-hodgins lemphoma σε δοκιμές σε πειραματόζωα, ενώ μια “prospective cohort” μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε το 2017 στο Journal of the National Cancer Institute και η οποία κάλυψε 44,932 περιπτώσεις ατόμων που είχαν εργασιακή επαφή με την ουσία, δε βρήκε συσχέτιση μεταξύ της εν λόγω μορφής καρκίνου και της γλυφοσάτης. [πηγή]

Όπως θα δούμε παρακάτω μάλιστα, η IARC εσκεμμένα δεν έλαβε υπόψη τα δεδομένα αυτής της (εξαιρετικά σημαντικής για το ζήτημα) μελέτης.

Σε ό,τι αφορά τον παραλληλισμό της γλυφοσάτης με το τσιγάρο, πρόκειται για μια κωμική σύγκριση. Η πρώτη φορά που ο καπνός κατηγορήθηκε ως βασικός παράγοντας στην αύξηση των περιπτώσεων καρκίνου του πνεύμονα ήταν το 1912 από τον Dr. Isaac Adler. Μέχρι το 1950 είχαν διεξαχθεί χιλιάδες μελέτες και πλέον η επιστημονική κοινότητα γνώριζε ότι πρόκειται για καρκινογόνο παράγοντα, παρά τις αντιδράσεις της καπνοβιομηχανίας. [πηγή]

Η περίοδος εξέτασης της γλυφοσάτης είναι σχεδόν η ίδια και όχι μόνο δεν υπάρχει συναίνεση για τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για καρκινογόνο ουσία, αλλά η συναίνεση γέρνει προς την αντίθετη πλευρά, καθώς πολυάριθμοι επιστημονικοί φορείς και ανεξάρτητα ερευνητικά σώματα έχουν εξετάσει αυτές τις κατηγορίες και έχουν καταλήξει ότι η ουσία δεν αποτελεί κίνδυνο για το κοινό στη μορφή και τις συγκεντρώσεις που εμφανίζεται στα καταναλωτικά προϊόντα.

Πριν κλείσουμε με το θέμα της δίκης, πρέπει να τονίσουμε κάτι πολύ βασικό για να μη μείνουν λανθασμένες εντυπώσεις. Η απόφαση της δίκης, δηλαδή αυτό για το οποίο αποφάνθηκαν οι ένορκοι, ήταν αν το RoundUp είναι δυνητικά επικίνδυνο. Δηλαδή αν υπάρχει η οποιαδήποτε πιθανότητα να προκαλέσει καρκίνο κάτω από κατάλληλες συνθήκες και κατά πόσο η Monsanto γνώριζε αυτή τη κατάσταση. Όπως εξηγήσαμε στο αρχικό άρθρο και όπως θα εξηγήσουμε ξανά παρακάτω, κανείς δεν αμφισβήτησε ή αμφισβητεί το γεγονός ότι η ουσία είναι “δυνητικά καρκινογόνος”, δηλαδή πως όταν λαμβάνεται σε επαρκείς ποσότητες δύναται να αυξήσει το κίνδυνο για καρκινογέννεση.

Αυτό που δεν αναφέρεται πουθενά ωστόσο, είναι πως για να προκληθεί αυτό το πρόβλημα ένας μέσος πολίτης θα έπρεπε να έρθει σε επαφή με εξωφρενικά μεγάλες συγκεντρώσεις της συγκεκριμένης ουσίας. Αυτή η παράμετρος δεν εξετάστηκε από το δικαστήριο, ούτε ήταν κάτι που απασχόλησε το δικαστήριο. Αυτό μας δείχνει πόσο παραπλανητικά είναι τα περισσότερα άρθρα που κυκλοφόρησαν σχετικά με τα αποτελέσματα της δίκης, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που εξετάζουμε.

Τέλος, δεδομένου του ότι οι αρθρογράφοι δίνουν τόση βαρύτητα στη δίκη οφείλουμε να προσθέσουμε πως θα ασκηθεί έφεση στην απόφαση του δικαστηρίου, συνεπώς η υπόθεση δεν έχει λήξει ούτε δικαστικά. [πηγή]



Εδώ το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως ίσως η εξήγηση της σχέσης μεταξύ κινδύνου και ρίσκου/έκθεσης δεν έγινε κατανοητή από τους αρθρογράφους του TPP, συνεπώς παρακάτω θα προσπαθήσουμε να την απλοποιήσουμε περισσότερο. Όσον αφορά την εικόνα που χρησιμοποιήσαμε για να κάνουμε πιο απλή την εξήγηση στο αναγνωστικό κοινό, δεν αποτελεί πηγή, είναι απλώς μια οπτικοποίηση των πληροφοριών που μεταφέρουμε στο άρθρο για διευκόλυνση των αναγνωστών.

Συνεπώς, η αναφορά άσχετων περιστατικών που αφορούν τον καθηγητή David Zaruk είναι απλώς ένα red herring (μια τακτική που χρησιμοποιείται για να αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη από το υπό συζήτηση θέμα παρουσιάζοντας άσχετες πληροφορίες). Δεν επιστρατεύσαμε τον Dr Zaruk ως αυθεντία για τεκμηρίωση των επιχειρημάτων που αναφέραμε στο άρθρο, επομένως η αναφορά του ονόματός του είναι άσχετη με το θέμα.

Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της έκθεσης και του ρίσκου είναι αρκετά απλό. Ο κόσμος μας αποτελείται από χημικές ενώσεις. Πρακτικά τα πάντα είναι χημεία, και η κάθε ουσία είναι δυνητικά επιβλαβής για την υγεία μας. Φυσικά, ανάλογα με την ουσία, την περίοδο έκθεσής μας σε αυτή και τη ποσότητα στην οποία τη καταναλώνουμε, αντιμετωπίζουμε διαφορετικά επίπεδα κινδύνου.

Για παράδειγμα. ακόμα και η κατανάλωση νερού μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο. Ωστόσο η ποσότητα νερού που πρέπει να καταναλώσουμε για να οδηγηθούμε σε αυτό το αποτέλεσμα είναι εξωπραγματικά υψηλά (10-20 λίτρα σε λίγες ώρες). [πηγή]

Κατ’ αναλογία η γλυφοσάτη είναι δυνητικά επικίνδυνη, κανείς δεν αμφισβητεί αυτό το γεγονός. Το πρόβλημα είναι πως για να καταστεί επικίνδυνη για έναν μέσο καταναλωτή πρέπει να καταναλωθεί σε εξωπραγματικές ποσότητες. Αυτό εννοούμε στο άρθρο όταν λέμε ότι “το ρίσκο ισούται με τον κίνδυνο επί την έκθεση”. Ο “κίνδυνος” στο πλαίσιο της τοξικολογίας δηλώνει τι πρόβλημα μπορεί να προκαλέσει δυνητικά μια ουσία στην υγεία μας. Το “ρίσκο” δηλώνει πόσο πιθανό είναι να προκληθεί αυτή η ζημία αναλογικά με την έκθεση μας στην ουσία.



Αυτό το σημείο έχει αρκετό ενδιαφέρον. Πρώτον, το γεγονός ότι η έρευνα θεωρήθηκε “αρκετά σημαντική για να παρουσιαστεί από διεθνή ΜΜΕ” όπως η Guardian και η USA Today δε λέει απολύτως τίποτα για τη ποιότητα της. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι και η έρευνα του Andrew Wakefield η οποία ισχυρίζονταν ότι το εμβόλιο MMR προκαλεί αυτισμό σε παιδιά είχε καλυφθεί εκτεταμένα από τον διεθνή τύπο. [πηγή 1][πηγή 2]

Ο ισχυρισμός μας δεν ήταν ότι η έρευνα δεν ήταν “σημαντική”, αλλά ότι τα αποτελέσματά της ήταν πρόχειρα και διαμορφώθηκαν ώστε να παρουσιάζουν μια εικόνα που δεν ισχύει, όπως θα εξηγήσουμε σε λίγο.

Οι αρθρογράφοι λοιπόν αναφέρουν πως “τίποτα δεν αναιρεί το γεγονός ότι η γλυφοσάτη βρέθηκε σε αξιοσημείωτα επίπεδα σε προϊόντα βρώμης, και μάλιστα δεν είναι η πρώτη φορά“. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως δε μπήκαν στο κόπο να διαβάσουν ούτε την έρευνα του Environmental Working Group, ούτε τις επίσημες πηγές που δείχνουν τα θεσμοθετημένα όρια στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Αν το έκαναν θα έβλεπαν ότι τα όρια ασφαλείας για τα εν λόγω προϊόντα είναι 30 και 20 μέρη ανά εκατομμύριο αντίστοιχα, δηλαδή 30 και 20 mg γλυφοσάτης ανά κιλό προϊόντος. [πηγή 1][πηγή 2]

Όπως λέμε και στο αρχικό άρθρο, υποθέτοντας ότι η γλυφοσάτη παραμένει στο σύστημα μας μετά τη κατανάλωση, ένας ενήλικας θα έπρεπε να καταναλώνει 30 μπολ δημητριακών την ημέρα για περισσότερο από ένα χρόνο προκειμένου να φτάσει τα θεσμοθετημένα όρια ασφαλείας. Μπορεί στους αρθρογράφους αυτό το παράδειγμα να φαίνεται ως “επιχείρημα για εντυπωσιασμό” όπως αναφέρουν, ωστόσο αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη οπτικοποίηση τού πόσο χαμηλά είναι τα επίπεδα της ουσίας στις υπό εξέταση καλλιέργειες. Το Environmental Working Group ωστόσο αποφάσισε ότι τα επίσημα όρια είναι πολύ υψηλά και έθεσε τα δικά του όρια ασφαλείας. Ποια είναι αυτά τα όρια; 160 μέρη ανά δισεκατομμύριο ή αλλιώς 0.16 mg ανά κιλό προϊόντος. Με λίγα λόγια το EWG θέσπισε νέα όρια, περίπου 14,000 φορές χαμηλότερα από τα επίσημα, χωρίς καμία στέρεη επιστημονική εξήγηση και με βάση αυτά έβγαλε το πόρισμα ότι η γλυφοσάτη βρίσκεται σε επικίνδυνα για την υγεία επίπεδα σε προϊόντα δημητριακών. [πηγή]

Πιο αναλυτικά με βάση τα νούμερα της μελέτης του EWG:

  1. “Quaker Dinosaur Eggs, Brown Sugar, Instant Oatmeal”: τα επίπεδα γλυφοσάτης ήταν 0.62 mg ανά κιλό και 0.78 mg ανά κιλό
  2. “Cheerios Toasted Whole Grain Oat Cereal”: τα επίπεδα γλυφοσάτης ήταν 0.47 mg ανά κιλό και 0.53 mg ανά κιλό
  3.  “Quaker Old Fashioned Oats”: τα επίπεδα γλυφοσάτης ήταν 0.39 mg ανά κιλό, 1.1 mg ανά κιλό και 1.3 mg ανά κιλό

Ακόμα και το μεγαλύτερο νούμερο σε αυτή τη λίστα, 1.3 mg ανα κιλό, είναι περίπου 22 φορές χαμηλότερο από το όριο των 30 mg ανά κιλό. Και πάλι η γραμμή των 30 mg ανά κιλό είναι το όριο στο οποίο λέμε ότι ακόμα είμαστε σε ασφαλή επίπεδα. Για να φτάσουμε σε επίπεδα πραγματικού κινδύνου πρέπει να έχουμε συγκεντρώσεις περίπου 100 φορές μεγαλύτερες. Ωστόσο δεδομένου του ότι μιλάμε για την ασφάλεια της τροφής το αυστηρό όριο ασφαλείας των 30 mg ανά κιλό είναι απολύτως δικαιολογημένο.

Με βάση όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν, τι ακριβώς εννοούν οι αρθρογράφοι του TPP όταν λένε ότι “η γλυφοσάτη βρέθηκε σε αξιοσημείωτα επίπεδα σε προϊόντα βρώμης”; Με βάση ποια δεδομένα; Τα στοιχεία λένε κάτι εντελώς διαφορετικό.

Και φυσικά έχουμε το θέμα της “έρευνας” του “GMO Free USA”. Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, ας εξηγήσουμε τι είναι το “GMO Free USA”. Είναι μια ΜΚΟ η οποία είναι κατά της τεχνολογίας των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Πρόκειται για μια ακτιβιστική οργάνωση με ξεκάθαρη θέση πάνω στο θέμα, όχι για επίσημο επιστημονικό φορέα και σίγουρα όχι για αντικειμενικό κριτή στο εν λόγω ζήτημα. Η “έρευνα” που αναφέρουν οι αρθρογράφοι του TPP δεν είναι καν έρευνα. Είναι blog post στη σελίδα του GMO free USA το οποίο παραθέτει μια σειρά μελετών σε δοκιμαστικούς σωλήνες (in vitro) τις οποίες χρησιμοποιεί ως βατήρα για να κάνει εξωφρενικά άλματα λογικής για την επίδραση της γλυφοσάτης στον ανθρώπινο οργανισμό καθώς και δικαστικές/πολιτικές αποφάσεις σχετικά με τις νομοθετικές ρυθμίσεις πάνω στο θέμα της εν λόγω ουσίας. [πηγή]

Αυτό το κείμενο δεν είναι επιστημονική μελέτη και προφανώς δεν έχει περάσει αξιολόγηση από ομοτίμους (peer-review) προκειμένου να αποτιμηθεί η ακρίβεια των αποτελεσμάτων. Αν μη τι άλλο θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με τα διάφορα “αφυπνισμένα” άρθρα/blog που βλέπουμε στην ελληνική γωνιά του ίντερνετ.

Οι “άλλες 3 πηγές που δείχνουν επικίνδυνη παρουσία της γλυφοσάτης σε ζώα και φυτά” σύμφωνα με τη Huffington Post, το άρθρο της οποίας επιστρατεύουν οι αρθρογράφοι ως τεκμήριο είναι 2 μελέτες και ένα βιβλίο. Όσον αφορά το βιβλίο δε πρόκειται να μπούμε σε λεπτομέρειες καθώς δεν αποτελεί σχετική πηγή.

Αρχικά έχουμε τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Journal of
Environmental & Analytical Toxicology” το 2014. [πηγή]

Αυτή η μελέτη είχε μια σημαντική αδυναμία, συγκεκριμένα δεν ανέφερε πουθενά μέσα 2 βασικές παραμέτρους της χημικής ανάλυσης, το Όριο Ανίχνευσης (LOD) και το Όριο Ποσοτικού Προσδιορισμού (LOQ). Επιπλέον στη μελέτη δε ορίζεται πόσα άτομα συμμετείχαν σε αυτή και με βάση ποια κριτήρια επιλέχθηκαν. Επιπρόσθετα, δε γίνεται καμία αναφορά σε βασικά στοιχεία σχετικά με τους συμμετέχοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η παρουσία χρόνιων νοσημάτων, ο τόπος διαμονής (αν δηλαδή ζούσαν σε αστικό περιβάλλον μακριά από καλλιέργειες ή δίπλα σε κάποια αγροτική μονάδα). Δεν αναφέρεται καν αν η έκθεση στην ουσία έγινε μέσω δέρματος ή κατανάλωσης τροφής.

Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία εξετάζονται σε αυτό το review του 2015 το οποίο εκδόθηκε στο περιοδικό “Journal für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit”. Σε αυτή την ανάλυση εξετάστηκαν 7 μελέτες, μεταξύ των οποίων και αυτή που ανέφερε η Huffington Post, για να αποτιμηθεί ο ισχυρισμός του κινδύνου από την έκθεση στη γλυφοσάτη, τόσο σε εργασιακό όσο και σε καταναλωτικό πλαίσιο. Η μελέτη έδειξε ότι η έκθεση στη γλυφοσάτη δε παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία. [πηγή]

Η δεύτερη μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τον οργανισμό “Mothers Across America” και σύμφωνα με αυτή, 3 από τα 10 μπουκάλια με μητρικό γάλα που εξετάστηκαν περιείχαν ποσότητες γλυφοσάτης. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης οι ερευνητές κάνουν την υπόθεση ότι η γλυφοσάτη συσσωρεύεται στον ανθρώπινο οργανισμό.

Πριν περάσουμε στην ανάλυση της “μελέτης” να τονίσουμε ότι η γλυφοσάτη δεν είναι λιποδιαλυτή και συνεπώς δεν συσσωρεύεται στον ανθρώπινο οργανισμό. [πηγή 1][πηγή 2]

Πέρα του ότι η “μελέτη” δημοσιεύτηκε στη σελίδα του οργανισμού και όχι σε έγκριτο επιστημονικό περιοδικό (που αυτομάτως σημαίνει ότι η μελέτη δε πέρασε αξιολόγηση από ομοτίμους ή “peer-review”), έλαβε μαζική και τεκμηριωμένη κριτική από πλειάδα ερευνητών. Στην εν λόγω μελέτη-απάντηση εξετάζονται τα μεθοδολογικά λάθη και οι ασυνέπειες της “έρευνας”. [πηγή]



Επιπρόσθετα, με αφορμή αυτή τη “μελέτη” από το “Mothers Across America” η καθηγήτρια βιολογικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Wasington, Michelle McGuire, ανέλαβε να επαναλάβει τις μετρήσεις με 41 γυναίκες από διαφορετικές πόλεις και διαφορετική εγγύτητα σε αγροτικές περιοχές ώστε να έχει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης και να μπορέσει να αποτιμήσει την ακρίβεια του αρχικού ισχυρισμού. Η μελέτη της εκδόθηκε στο έγκριτο περιοδικό “American Journal of Clinical Nutrition” το 2016 και τα αποτελέσματα δεν έδειξαν καμία βιο-συσσώρευση της γλυφοσάτης στο μητρικό γάλα. [πηγή]

Και το άρθρο του TPP συνεχίζει:



Όχι, η συζήτηση για τη γλυφοσάτη δεν “αλλάζει χρόνο με το χρόνο”, τουλάχιστον όχι όπως εννοείται εδώ. Προφανώς η έρευνα δε πρέπει να σταματά ποτέ, και η άποψη μας για το εκάστοτε θέμα πρέπει να προσαρμόζεται στα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια. Υπό αυτό το πρίσμα, ναι, η έρευνα φέρνει συνεχώς νέα στοιχεία στο φως για τη γλυφοσάτη και τα προσαρμόζουμε στο γνωσιολογικό μας πεδίο.

Ωστόσο τα στοιχεία μέχρι στιγμής δεν έχουν αλλάξει τη κατακλείδα που ενδιαφέρει το κοινό. Η γλυφοσάτη παραμένει ασφαλής για τους καταναλωτές στα μάτια της επιστημονικής κοινότητας. Αλλά προφανώς οι αρθρογράφοι του TPP έχουν ενστάσεις με την επιστημονική συναίνεση και παραθέτουν μια μελέτη για να στηρίξουν το συμπέρασμα τους ότι “το ζιζανιοκτόνο είναι προβληματικό”. Η έρευνα αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Journal of the American Medical Association” το 2017 και εξέτασε τα επίπεδα γλυφοσάτης στα ούρα κατοίκων της Νότιας Καλιφόρνια τις περιόδους 1993-1996 και 2014-2016. Η μελέτη δημοσιεύτηκε σε ένα πολύ καλό περιοδικό ενώ η μεθοδολογία και τα αποτελέσματα ήταν όντως στέρεα και ιδιαίτερα χρήσιμα στο αρχείο των γνώσεων μας για την γλυφοσάτη.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μέσα επίπεδα γλυφοσάτης στα ούρα των συμμετεχόντων αυξήθηκαν από 0.024 mg ανα κιλό τη περίοδο 1993-1996 στα 0.314 mg ανά κιλό τη περίοδο 2014-2016.

Η μελέτη είχε ορισμένα σημαντικά προβλήματα τα οποία τόνισαν οι ίδιοι οι ερευνητές στον επίλογο, συγκεκριμένα ότι α) η μελέτη εξέτασε μόνο άτομα από τη συγκεκριμένη περιοχή της Καλιφόρνια, γεγονός που σημαίνει ότι δε μπορούν να αποκλειστούν αστάθμητοι παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν για τα αποτελέσματα και να αφορούν μόνο εκείνη τη περιοχή, β) από την αρχική μελέτη που περιλάμβανε πάνω από 6500 άτομα, μόνο τα 112 εξετάστηκαν εν τέλει, γ) τα επίπεδα της ουσίας στα ούρα οδηγούν στο συμπέρασμα βραχύχρονης έκθεσης, όχι μακρόχρονης, και τέλος δ) δεν εξετάστηκαν δεδομένα σχετικά με τη κλινική εικόνα των συμμετεχόντων. [πηγή]

Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες της μελέτης, το γεγονός ότι η συγκέντρωση της ουσίας αυξήθηκε από το 1993 μέχρι το 2016 είναι εύκολα εξηγήσιμο καθώς οι αυξημένες ανάγκες παραγωγής οδήγησαν στην αυξημένη χρήση γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών και κατά συνέπεια, αυξημένη χρήση γλυφοσάτης.

Επομένως η παρατήρηση αυξημένων συγκεντρώσεων γλυφοσάτης στα ούρα δεν είναι περίεργη. Η ερώτηση που πρέπει να κάνουμε είναι αν τα επίπεδα που βρέθηκαν στα ούρα το 2016 είναι επικίνδυνα ή όχι. Και η απάντηση είναι όχι. Παρά την αύξηση που παρατηρήθηκε, τα επίπεδα παραμένουν απειροελάχιστα. Όπως εξηγείται σε αυτή τη μελέτη μέσα από συγκεκριμένους υπολογισμούς, μπορούμε να υπολογίσουμε την ποσότητα της γλυφοσάτης που καταναλώθηκε. Έτσι με βάση τα νούμερα της μελέτης, ακόμα και με τις αυξήσεις που παρατηρήθηκαν, τα επίπεδα της γλυφοσάτης παραμένουν ελάχιστα. [πηγή]



Επομένως, ακόμα και στη περίπτωση που θα παίρναμε μόνο αυτή τη μελέτη ως τεκμήριο (κανονικά μια μελέτη είναι πολύ σημαντική προσθήκη για το σχηματισμό της επιστημονικής συναίνεσης αλλά όχι επαρκής από μόνη της) τα δεδομένα δεν συνηγορούν υπέρ του ισχυρισμού που βλέπουμε από το ΤPP παραπάνω. Η μελέτη ασχολήθηκε με τα επίπεδα της ουσίας στα ούρα (τα οποία είναι εντός των ορίων ασφαλείας), όχι με τις επιπτώσεις της ουσίας στην υγεία των συμμετεχόντων. Το κατά πόσο το ζιζανιοκτόνο είναι “προβληματικό” λοιπόν δεν απαντάται από αυτή τη μελέτη.



Το πιο μετριοπαθές που μπορούμε να πούμε εμείς με βάση το παραπάνω κομμάτι είναι πως οι αρθρογράφοι του Τhe Press Project δεν έχουν εξετάσει την σχετική βιβλιογραφία. Η επιστημονική κοινότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση διχασμένη όσον αφορά το αν η γλυφοσάτη είναι καρκινογόνος στα επίπεδα που εκτίθεται ο μέσος καταναλωτής. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι η ουσία είναι ασφαλής.



Ας ξεμπερδέψουμε με τα βασικά πριν προχωρήσουμε παρακάτω. Το αρχικό μας άρθρο το οποίο συνέταξε ο υπογράφων (Στάμος Αρχοντής -χημικός) ανέφερε, εσφαλμένα, ότι η κατάταξη της γλυφοσάτης άλλαξε από την ομάδα 2Α στην ομάδα 2Β. Επρόκειτο για λάθος (διορθώθηκε ήδη) το οποίο προφανώς δεν έπρεπε να συμβεί και γι’ αυτό αναλαμβάνω πλήρη ευθύνη. Η σωστή διαδικασία θα ήταν να ελέγξω τη σχετική λίστα από τον IARC για επιβεβαίωση, κάτι που δεν έκανα.

Τώρα ας δούμε την ουσία.

Η κατάταξη της γλυφοσάτης δεν ήταν “ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας” του άρθρου αλλά μια επιπλέον πληροφορία στη πορεία ανάλυσης. Η ένωση παραμένει στη κατηγορία 2Α, ωστόσο αξίζει να εξετάσουμε τι σημαίνει αυτή η κατάταξη και τι ακριβώς συνέβη το 2015 όπου έγινε αυτή η αλλαγή.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC – International Agency for the Research on Cancer) είναι ένα παρακλάδι του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το οποίο διεξάγει περιοδικές συναντήσεις ειδικών στις οποίες αποτιμά διάφορους παράγοντες (π.χ. χημικές ενώσεις) και τους κατατάσσει σε 3 κατηγορίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους. Οι τρεις κατηγορίες είναι:

1) H “Ομάδα 1” η οποία περιλαμβάνει παράγοντες που είναι σίγουρα καρκινογόνοι (“known carcinogens”).

2) H “Ομάδα 2Α” η οποία περιλαμβάνει παράγοντες “πιθανών καρκινογόνους” (“probably carcinogenic”).

3) Την “Ομάδα 2Β” η οποία περιλαμβάνει παράγοντες “ενδεχομένως καρκινογόνους” (“possibly carcinogenic”).

Για τους περισσότερους οι 2) και 3) ίσως φαίνονται ίδιες αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές και θα τις δούμε παρακάτω. Πριν το 2015 η γλυφοσάτη ανήκε στην “Ομαδα 2Β”. Εκείνη τη χρονιά, ο IARC κάλεσε μια ομάδα 16 ειδικών οι οποίοι θα αποτιμούσαν τη δημοσιευμένη βιβλιογραφία σχετικά με τη γλυφοσάτη και θα επανεξέταζαν τη κατάταξη της. Οι 16 ειδικοί χωρίστηκαν σε υπο-ομάδες οι οποίες εξέτασαν ξεχωριστά τα δεδομένα από πειραματόζωα, από ανθρώπους και τα στοιχεία από εργαστηριακές δοκιμές (in vitro μελέτες). Στο τέλος αυτής της συνεδρίας αποφασίστηκε πως η γλυφοσάτη έπρεπε να μεταφερθεί στην “Ομάδα 2Α” λόγω του ότι τα στοιχεία από τα πειραματόζωα κρίθηκαν “επαρκή” για να δείξουν ότι η γλυφοσάτη είναι “πιθανών καρκινογόνος”.

Αρχικά να πούμε ότι ο IARC δε λαμβάνει υπόψιν του το βαθμό έκθεσης του γενικού πληθυσμού σε μια ουσία. Αυτό που εξετάζουν είναι ο “κίνδυνος” που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, δηλαδή τι πρόβλημα υγείας μπορεί να προκαλέσει δυνητικά μια ουσία όχι το “ρίσκο”, δηλαδή πόση έκθεση σε αυτή την ουσία πρέπει να έχει κάποιος προκειμένου να προκληθεί βλάβη. Αυτό εξηγεί γιατί στην “Ομάδα 2Α” του IARC βρίσκεται και η “νυχτερινή βάρδια η οποία διαταράσσει το Κιρκάδιο Ρυθμό”. Όχι δεν αστειευόμαστε, όπως βλέπετε στη παρακάτω εικόνα αυτή η κατάσταση βρίσκεται στη λίστα 2Α ως πιθανός καρκινογόνος παράγοντας. [πηγή]



Το εν λόγω σημείο έχει τεράστια σημασία καθώς όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση του IARC, αυτή η μικρή λεπτομέρεια δεν αναφέρθηκε πουθενά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η γλυφοσάτη είναι άμεσα επικίνδυνη για το καταναλωτικό κοινό, ενώ στη πραγματικότητα τα επίπεδα στα οποία εκτίθεται ο μέσος καταναλωτής (όπως έχουμε τονίσει ad nauseam μέχρι στιγμής) είναι απειροελάχιστα.




Αυτό το κομμάτι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί δείχνει την απροθυμία των αρθρογράφων να παραδεχτούν ότι υπήρξε παραποίηση δεδομένων παρά το γεγονός ότι η σχετική έρευνα που αποκάλυψε το γεγονός παρέχει αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά τι συνέβη. Η απόφαση του IARC να αλλάξει τη κατάταξη της γλυφοσάτης τράβηξε βροχή κριτικής από την επιστημονική κοινότητα καθώς τα μέχρι τότε στοιχεία επουδενί δεν στήριζαν μια τέτοια τροποποίηση.

Σχεδόν 2 χρόνια μετά την απόφαση το Reuters δημοσιεύει αυτό το άρθρο, στο οποίο συγκρίθηκε η “πρόχειρη” μορφή της αναφοράς του IARC (draft) με τη δημοσιευμένη και εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι σε πολλά σημεία έχουν γίνει αλλαγές ώστε να μη παρουσιάζονται τμήματα ερευνών που δηλώνουν ότι υπάρχουν ανεπαρκείς ενδείξεις επικινδυνότητας της γλυφοσάτης. [πηγή]



Σε απάντηση αυτών των στοιχείων ο IARC εξέδωσε μια αναφορά-απάντηση στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι οι αλλαγές που έγιναν αφορούν μια μόνο ανάλυση για την οποία υπήρχαν σημαντικές υπόνοιες ότι καθοδηγήθηκε απ’ τη Monsanto. [πηγή]

Αυτός ο ισχυρισμός όμως δεν είναι αληθής καθώς δεν βρέθηκε αλλαγή μόνο σε μια μελέτη. Τα στοιχεία εξετάστηκαν από τις Αμερικανικές αρχές και με βάση αυτά δημοσιεύτηκε η παρακάτω επιστολή από το Κονγκρέσο η οποία εφιστά τη προσοχή στους αρμόδιους του φορέα. [πηγή]

Πλην αυτού ωστόσο, παρότι δυστυχώς η πρόχειρη έκδοση της αναφοράς δεν είναι διαθέσιμη διαδικτυακά, μπορούμε να συγκρίνουμε τι λέει η επίσημη έκδοση του IARC με το τι λένε οι μελέτες που παρέθεσε και εκεί βλέπουμε εξίσου σημαντικές αλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αλλαγή που έκαναν στα συμπεράσματα της παρακάτω αναφοράς η οποία εκδόθηκε από κοινού από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών το 2004.



Στην αρχική μελέτη αναφέρεται ότι:

“Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές αυξήσεις στις περιπτώσεις εμφάνισης όγκων οποιασδήποτε μορφής, καλοήθους ή κακοήθους, σε κανένα από τα δυο φύλα, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου”. [πηγή Σελίδα 122]

Ο IARC μετέφερε αυτό το κομμάτι ως εξής:

“Στη μελέτη παρατηρήθηκε σημαντική θετική τάση εμφάνισης αιμαγγειοσαρκώματος στους αρσενικούς ποντικούς CD-1.” [αναφορά του IARC – σελίδα 76]

Η μόνη αύξηση που παρατηρήθηκε στη μελέτη ήταν αμυδρή και αφορούσε την ομάδα των ποντικών που λάμβαναν πολύ υψηλές δοσολογίες της ουσίας, αλλά τα αποτελέσματα από αυτό το group δεν ήταν στατιστικά σημαντικά για να συσχετιστούν με τη γλυφοσάτη. Το συμπέρασμα της μελέτης ωστόσο ήταν περισσότερο από ξεκάθαρο:

“Εν κατακλείδι, η χορήγηση γλυφοσάτης στους ποντικούς CD-1 για 104 εβδομάδες δεν έδειξε αύξηση της πιθανότητας της τάσης εμφάνισης καρκινογέννεσης σε οποιαδήποτε δοσολογία.”

Όπως είπαμε και παραπάνω, η εν λόγω αναφορά εκδόθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και δεν αναφέρεται πουθενά δοσοληψία με τη Monsanto. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον λοιπόν να λάβουμε μια εξήγηση για την αλλαγή που έκανε ο IARC στα συμπεράσματα αυτής της μελέτης, καθώς αυτή η παράγραφος, όπως αναφέρθηκε στο τελικό κείμενο του IARC, αλλάζει εντελώς τα συμπεράσματα της αρχικής μελέτης.

Ωστόσο δε θα εστιάσουμε περισσότερο σε αυτό το σημείο, απλώς έπρεπε να γίνει εμφανές ότι οι ισχυρισμοί για παραποιήσεις στο κείμενο του IARC ήταν κάθε άλλο παρά μυθεύματα.

Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε είναι στο ποια ήταν η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας στην έκδοση αυτής της αναφοράς και εδώ η υπόθεση αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον. Όχι μόνο η επιστημονική κοινότητα απέρριψε τα συμπεράσματα αλλά μια σειρά επίσημων φορέων εξέδωσε ξεχωριστές κριτικές στα συμπεράσματα του IARC.

Αρχικά η Ομοσπονδιακή Αρχή αποτίμησης Κινδύνων της Γερμανίας (BfR – Bundesinstitut für Risikobewertung), ένα παρακλάδι του Υπουργείου Γεωργίας, εξέδωσε αναφορά σχετικά με τα αποτελέσματα του IARC ασκώντας ανοιχτά κριτική στη μεθοδολογία που επιστρατεύτηκε για την αναφορά. [πηγή]

Ακολουθώντας την BfR, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA – European Food Safety Authrity) σε δική της αναφορά η οποία εξέτασε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία κατέληξε στο ότι:

“Έχοντας λάβει εντολή να εξετάσουμε την αναφορά του IARC από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τη πιθανότητα καρκινογένεσης από έκθεση στη γλυφοσάτη ή σε προϊόντα που περιέχουν γλυφοσάτη, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων κατέληξε στο ότι είναι ελάχιστα πιθανό η γλυφοσάτη να αποτελεί κίνδυνο καρκινογέννεσης για τους ανθρώπους και τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν τη κατάταξη της στη σχετική ομάδα κινδύνου.” [πηγή]

Επιπρόσθετα και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χημικών εξέδωσε αναφορά στην οποία δηλώνει ότι:

“Τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δεν καλύπτουν τα απαραίτητα κριτήρια για κατάταξη της ουσίας γλυφοσάτη ως καρκινογόνο, μεταλλαξογόνο ή τοξικό παράγοντα, στο πλαίσιο της αναπαραγωγής.” [πηγή]

Στη λίστα των φορέων προστίθεται και η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, η οποία στη δική της αναφορά λέει:

“Εξετάζοντας τα διαθέσιμα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης και της ανάλυσης του IARC, η ομάδα μας δε συμφωνεί με τον IARC ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρη ένδειξη γενοτοξικότητας ή επαγωγής οξειδωτικού στρες δεδομένου του ότι προβλήματα στα χρησιμοποιούμενα πρωτόκολλα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αμφισβητήσιμα αποτελέσματα.” [πηγή]

Και φυσικά είχαμε την από κοινού επιστολή του ίδιου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σε συνεργασία με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων εθνών στην οποία δηλώνεται ότι:

“Βάση της απουσίας στοιχείων που δείχνουν τάση καρκινογέννεσης σε τρωκτικά και την απουσία γενοτοξικότητας μέσω της τροφής, συνυπολογίζοντας τις σχετικές επιδημιολογικές μελέτες που αφορούν την έκθεση στην ουσία σε εργασιακό πλαίσιο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως δεν είναι πιθανό η γλυφοσάτη να αποτελεί κίνδυνο καρκινογένεσης στους ανθρώπους στα επίπεδα που εκτίθενται μέσω της διατροφής τους.” [πηγή]

Όλα αυτά αποτελούν ένα μικρό τμήμα της αντίστασης που προέβαλε η επιστημονική κοινότητα σε αυτή την αναφορά. Υπάρχουν βουνά αποδείξεων που συνηγορούν υπέρ της ασφάλειας της γλυφοσάτης και αυτό το κομμάτι μπορεί να συνεχιστεί ad nauseam, ωστόσο το επίμαχο σημείο έχει καλυφθεί. Η αλλαγή της κατάταξης από τον IARC έρχεται σε άμεση αντίθεση με την εδραιωμένη επιστημονική συναίνεση στο θέμα, ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ασφάλεια της γλυφοσάτης στα επίπεδα που εκτίθενται οι άνθρωποι μέσω της διατροφής τους είναι τεκμηριωμένη.

Βεβαίως, το πόρισμα της IARC έχει δεχθεί ακόμα εκτενέστερη κριτική.

Παράλληλα με το άρθρο των Reuters που είδαμε παραπάνω, υπήρξε η αποκάλυψη από τους βρετανικούς The Times ότι ο Christopher Portier, ένας από τους επικεφαλής σύνταξης της αναφοράς του IARC, είχε λάβει αμοιβές που αντιστοιχούσαν σε £121,500 (περίπου 136,460€ στην τότε ισοτιμία) από δικηγορικές εταιρείες που διαχειρίζονταν υποθέσεις καρκινοπαθών κατά της Mosanto. Ο κος Portier ισχυρίστηκε ότι είχε ξεκινήσει την συνεργασία του με την δικηγορική δυο μήνες πριν το πόρισμα της IARC, αλλά ότι το συμβόλαιο του σχετικά με την γλυφοσάτη ξεκίνησε 9 μέρες μετά απ’ αυτό. Υποστήριξε επίσης ότι δεν είχε αθροίσει τα νούμερα ώστε να αντιληφθεί ότι αντιστοιχούν σε τόσα χρήματα. Να σημειωθεί ότι δεν είχε αναφέρει την σχέση του με την δικηγορική στην επιστολή που απέστειλε στην Κομισιόν, όπου και την παρότρυνε να αποδεχθεί το πόρισμα του IARC. [πηγή]



Έπειτα, τον Ιούνιο του 2017, υπήρξε νέα αποκάλυψη από το Reuters: ο Aaron Blair, ο βασικός επικεφαλής του πορίσματος του IARC, είχε αποφύγει την δημοσίευση ενός μεγάλου όγκου δεδομένων από 89,000 άτομα αγροτικών οικογενειών, τα οποία συνηγορούσαν ισχυρά αναφορικά με την ασφάλεια της γλυφοσάτης (πρόκειται για την “prospective cohort” που είχαμε αναφέρει παραπάνω). Τα δεδομένα ήταν γνωστά δυο χρόνια πριν το πόρισμα του IARC, αλλά σύμφωνα με τον Blair δεν δημοσιεύτηκαν μαζί με άλλα σε προηγούμενη δημοσίευσή του καθώς «δεν χωράνε όλα σε ένα paper», ενώ υποστήριξε ότι ο IARC μπορεί να λάβει υπόψη μόνο δημοσιευμένα δεδομένα.



Ο ανεξάρτητος συνεργάτης του Reuters, ο καθηγητής του Cambridge David Spiegelhalter, μετά από ανάλυση των δεδομένων δήλωσε ότι αυτά έφεραν αρκετή στατιστική ισχύ ώστε να καταδείξουν την σχέση με την υγεία που έφεραν τα άλλα φυτοφάρμακα, άρα αν υπήρχε κάποια σχέση και με την γλυφοσάτη, θα έπρεπε να είχε φανεί. Ο δεύτερος ανεξάρτητος συνεργάτης του Reuters, o στατιστικολόγος Bob Tarone, που είχε εργαστεί στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ για 28 χρόνια, ανέφερε ότι η αποφυγή δημοσίευσης των δεδομένων ήταν «ανεξήγητη από επιστημονικής άποψης», καθώς ο όγκος τους δεν είχε υπάρξει θέμα στις δημοσιεύσεις του παρελθόντος. Υποστήριξε ότι τέτοια δεδομένα θα έπρεπε να δημοσιεύονται κατά το δυνατόν νωρίτερα ώστε η ενημέρωση των φορέων και του κοινού να είναι κατά το δυνατόν ακριβής. [πηγή]



Ας ξεκινήσουμε από τη πρώτη κιόλας πρόταση αυτού του κειμένου. Πουθενά, σε κανένα κομμάτι κανενός άρθρου που έχει γραφτεί από τα Ελληνικά Hoaxes δεν αναφέραμε ότι “η επιστημονική συναίνεση είναι υπέρ της Monsanto”. Η επιστημονική συναίνεση είναι υπέρ της ασφάλειας της γλυφοσάτης. Η σύγχυση είναι περίεργη καθώς η όλη ανάλυσή μας αφορά τη τεχνολογία και το επιστημονικό υπόβαθρο, όχι τις οικονομικές αλληλεπιδράσεις της εταιρίας. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε. θέλουν να απαγορεύσουν τη γλυφοσάτη δε λέει απολύτως τίποτα για την ασφάλειά της.

Σε αυτό το σημείο μπορεί να κατηγορηθούμε για προσπάθεια υπνωτισμού των αναγνωστών μέσω επανάληψης των λεγομένων μας αλλά ας το πούμε άλλη μια φορά για παν ενδεχόμενο:

Ο μόνος σχετικός παράγοντας στη συζήτηση περί της ασφάλειας ενός δυνητικά επικίνδυνου χημικού είναι οι επιστημονικές μελέτες που προσκομίζονται. Όχι μια δικαστική απόφαση, όχι η πρόθεση του προέδρου της Γαλλίας να απαγορεύσει την ουσία. Ήδη έχουμε παραθέσει δεκάδες πηγές από επιστημονικές μελέτες (αρκετές εκ των οποίων ήταν αναλύσεις που εξέτασαν εκατοντάδες άλλες μελέτες) και αποφάσεις επίσημων επιστημονικών φορέων (2 εκ των οποίων είναι Ευρωπαϊκοί φορείς) όλες εκ των οποίων καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα σχετικά με την ασφάλεια της ουσίας.

Θεωρούμε πάντως σαφές ότι η ανησυχία των Ευρωπαϊκών κρατών αφορά την πρόληψη από έναν ενδεχόμενο κίνδυνο που πιθανολογήθηκε ότι μπορεί να υφίστανται μετά το πόρισμα της IARC, το οποίο όμως, όπως θεωρούμε ότι καταδείξαμε παραπάνω, τελικά δεν αξίζει να ληφθεί υπόψη.

Τέλος θα παραβλέψουμε το κομμάτι για την “χειραγώγηση της επιστημονικής κοινότητας από τη Monsanto” καθώς αυτό αποτελεί θέμα για μελλοντικό μας άρθρο και θα πάμε κατευθείαν στον επίλογο του σχετικού άρθρου από το The Press Project:



Σε αυτό τον επίλογο αποκρυσταλλώνεται όλο το πρόβλημα με την εγχώρια επιστημονική αρθρογραφία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θέμα που περιέχει τις λέξεις/φράσεις “Monsanto”, “γεννετική τροποποίηση” και “γλυφοσάτη”.

Και μόνο το γεγονός ότι το αρχικό μας άρθρο αναφέρεται ως “άρθρο δήθεν έρευνας, στην ουσία γκουγκλάρισμα” δείχνει ότι ο αρθρογράφος δεν μπήκε καν στο κόπο να δει τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν. Γι’ αυτό κιόλας προσθέσαμε τις ίδιες πηγές σε αυτό το άρθρο, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα μπει στο κόπο να διαβάσει τα στοιχεία.

Το εν λόγω άρθρο ωστόσο αποτελεί μέρος του προβλήματος. Μέχρι στιγμής τα άρθρα που κάνουν ειλικρινή προσπάθεια να εξετάσουν το θέμα αμερόληπτα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα αξιολογώντας τα επιστημονικά δεδομένα είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού και αυτό οφείλεται τόσο στην ελλειπή κατανόηση των εν λόγω δημοσιογράφων για το τι είναι και πώς λειτουργεί η επιστημονική μέθοδος καθώς και για το πώς εδραιώνεται η επιστημονική συναίνεση.

Η επιστήμη δεν είναι πολιτική αρένα, ούτε ακτιβιστικό φόρουμ. Τα στοιχεία καθοδηγούν τα συμπεράσματα μας, όχι οι συναισθηματισμοί ούτε οι a priori απόψεις μας. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν αν αύριο έρθουν ακλόνητα στοιχεία περί επικινδυνότητας της γλυφοσάτης, αν αρχίσουν όλοι οι φορείς που αναφέραμε παραπάνω να βγάζουν αναφορές που να υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι η ουσία είναι επικίνδυνη για τους ανθρώπους ως παράγοντας καρκινογέννεσης, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι θα είμαστε από τους πρώτους που θα παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα. Η ανεξάρτητη έρευνα δεν χειραγωγείται από κανένα.

Αυτή εξάλλου είναι η ουσία της επιστήμης: η συνεχής εξέλιξη με βάση τα νέα δεδομένα, και όχι η στενόμυαλη προσκόλληση σε παγιωμένες αντιλήψεις. Και κυρίως η δυνατότητα να μπορεί να αυτοαναιρείται.


Επιμέλεια άρθρου:

Στάμος Αρχοντής
Ανδρόνικος Κουτρουμπέλης


 

Είναι πτυχιούχος χημείας (B.Sc.) απο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Αυτή τη στιγμή παρακολουθεί το αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο “Μaster of Arts in Digital Media, Communication and Journalism” στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.