Ποιοι είμαστε
Αρχική Η κλιματική αλλαγή και η αντιεπιστημονική προσέγγιση των αρνητών του φαινομένουΣΥΝΩΜΟΣΙΟΛΟΓΙΑ ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΕΥΝΕΣ

Η κλιματική αλλαγή και η αντιεπιστημονική προσέγγιση των αρνητών του φαινομένου

6 Ιαν
2020

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 4 έτη.

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν το ανθρώπινο είδος σήμερα. Πρόκειται για ένα πρόβλημα με προεκτάσεις τόσο στην υγεία, όσο και στη παγκόσμια οικονομία, ενώ έχει απασχολήσει πολλάκις επιστημονικούς φορείς ανά τον κόσμο, οδηγώντας σε συζητήσεις μεταξύ κρατών για την εύρεση αποτελεσματικών τρόπων ανάλυσης και αντιμετώπισής του.

Ωστόσο, υπάρχουν φωνές, εντός και εκτός της επιστημονικής κοινότητας, οι οποίες εκφράζουν ενστάσεις τόσο σχετικά με το αν το συγκεκριμένο φαινόμενο υπάρχει εξ αρχής, όσο και για το αν η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η αιτία της επιδείνωσής του.

Στο πλαίσιο της σωστής εξέτασης αυτού του ζητήματος είναι σκόπιμο να εξηγήσουμε ορισμένες βασικές έννοιες σχετικά με την κλιματική αλλαγή.

Εισαγωγή

Ο πλανήτης μας δεν θα μπορούσε να συντηρήσει ζωή αν δεν είχε τη δυνατότητα να συγκρατεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας. Ένα μέρος της ενέργειας που φτάνει στη Γη απορροφάται από την επιφάνεια, και ένα μέρος αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Από την ακτινοβολία που επιστρέφει, ένα μέρος της απορροφάται από συγκεκριμένα αέρια της ατμόσφαιρας, τα οποία μπορούν να δεσμεύσουν αυτή τη μορφή ακτινοβολίας και ονομάζονται “αέρια του θερμοκηπίου”. Όλη αυτή η διαδικασία οδηγεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας του πλανήτη στα κατάλληλα επίπεδα για τη συντήρηση της ζωής και ονομάζεται “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Τα πιο γνωστά και πιο σημαντικά αέρια του θερμοκηπίου είναι το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου. [πηγή 1][πηγή 2]

Οι αλλαγές στις συνθήκες και τη σύσταση της ατμόσφαιρας, μέσω ενός ιδιαίτερα σύνθετου συστήματος, επηρεάζουν τα καιρικά φαινόμενα που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Αυτές οι δυο μορφές αλλαγών ορίζονται ως “καιρός” και “κλίμα”. Ως “καιρό” ορίζουμε τις αλλαγές στις παραμέτρους της ατμόσφαιρας, δηλαδή θερμοκρασία, υγρασία, άνεμο και ούτω καθεξής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χρονικό πλαίσιο ωρών έως μερικών εβδομάδων. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζονται, μεταξύ άλλων, από την κατάσταση των ωκεανών, της ξηράς και των εκτάσεων πάγου του πλανήτη. Το “κλίμα”, σε γενικό πλαίσιο, είναι η στατιστική περιγραφή της κατάστασης των καιρικών φαινομένων του πλανήτη σε μεγάλο εύρος χρόνου. [πηγή]

Ως “κλιματική αλλαγή” ορίζουμε μεταβολές στις προαναφερθείσες στατιστικές παραμέτρους, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε εύρος δεκαετιών ή και παραπάνω, κατ’ ελάχιστον σε εύρος 30 ετών. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε φυσικών διεργασιών, όπως αλλαγές στα επίπεδα ακτινοβολίας που δέχεται ο πλανήτης από τον ήλιο και ηφαιστειακή δραστηριότητα, είτε αποτέλεσμα της ανθρωπογενούς δραστηριότητας η οποία οδηγεί, μεταξύ άλλων, σε αλλαγές στη σύσταση της ατμόσφαιρας.

Το κλίμα του πλανήτη, οι δυνητικές επιπτώσεις από την ραγδαία αλλαγή του και τα αίτια αυτής της κατάστασης μελετώνται από διεπιστημονικές ομάδες ανά τον κόσμο, και πλέον έχει εδραιωθεί μια πολύ ισχυρή συναίνεση όσον αφορά το αν η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικό πρόβλημα, τι την προκαλεί και σε τι οφείλεται η ταχεία εξέλιξή της.

Ωστόσο, στον αντίποδα του ζητήματος, βρίσκονται φωνές οι οποίες διατείνονται ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή είναι μια πολιτικά και οικονομικά υποκινούμενη προπαγάνδα η οποία δεν βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία.

Οι ισχυρισμοί των αρνητών της κλιματικής αλλαγής

Οι ισχυρισμοί των αρνητών της κλιματικής αλλαγής ποικίλουν, και έχουν τόσο καθαρά επιστημονικό χαρακτήρα, όσο και κοινωνικοοικονομικό. Στο πλαίσιο της ανάλυσής μας κρίναμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους βασικούς ισχυρισμούς που συναντούμε συνήθως σε άρθρα γνωστών αρνητών της κλιματικής αλλαγής ή σε σχετικές δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

1. Η γη δεν μπορεί να θερμαίνεται, δεδομένου του ότι έχουμε περιόδους με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, υπάρχει διαφορά μεταξύ των όρων “καιρός” και “κλίμα”, καθώς ο καιρός είναι αλλαγές που γίνονται εντός μικρών χρονικών περιόδων, ενώ κλίμα ονομάζεται ο μέσος όρος των καιρικών μοτίβων σε βάθος χρόνου. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια περιοχή μπορεί να έχει χαμηλές θερμοκρασίες για μερικές ημέρες ή εβδομάδες δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ως σύνολο αυξάνεται. Ωστόσο, τα παραδείγματα τοπικού ακραίου ψύχους έχουν χρησιμοποιηθεί πολλάκις ως επιχείρημα από αρνητές της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής.

Το κλίμα του πλανήτη είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα αλληλεπιδράσεων, γεγονός που σημαίνει ότι, όταν επηρεάζουμε μία παράμετρο, αναπόφευκτα επηρεάζουμε και άλλες. Μια από αυτές τις παραμέτρους είναι οι πολικοί αεροχείμαροι, δηλαδή μια μορφή ρεύματος αέρα η οποία βρίσκεται στους πόλους του πλανήτη. Αυτά τα ρεύματα αέρα, πολύ απλά, περιορίζουν τους ψυχρούς ανέμους των πόλων από το να κατέβουν προς το νότο. Αυτό το “τείχος” είναι πιο ισχυρό το χειμώνα και πιο ασθενές το καλοκαίρι, καθώς βασίζεται στις διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ του ισημερινού και των πόλων. [πηγή 1][πηγή 2]

Πρόσφατες μελέτες στο Nature Geoscience και Nature Communications έδειξαν σύνδεση μεταξύ υψηλότερων θερμοκρασιών στην Αρκτική και χαμηλών θερμοκρασιών στη Βόρεια Αμερική, ένα φαινόμενο που οφείλεται στους πολικούς αεροχειμάρους. Αυτή η σύνδεση είναι δυνατόν να γίνει με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, όσο λιώνουν τα στρώματα πάγου του πλανήτη, απορροφάται μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας του ήλιου από τους ωκεανούς. Αυτή η θερμότητα απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα κατά τη χειμερινή περίοδο, οδηγώντας σε διατάραξη των πολικών αεροχειμάρων. Κατά συνέπεια, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη επηρεάζει ρεύματα αέρα, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες πτώσεις θερμοκρασίας τοπικά. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται. [πηγή 1][πηγή 2]

2. Δεν υπάρχει αιτιώδης συσχετισμός μεταξύ εκπομπών CO2 και αύξησης θερμοκρασίας, επομένως η ανθρωπογενής δραστηριότητα δεν μπορεί να ευθύνεται για την αλλαγή του κλίματος. Στη πραγματικότητα, ο ήλιος, οι εκρήξεις ηφαιστείων και λοιποί περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται για τη κλιματική αλλαγή, και όχι η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Η συγκεκριμένη θέση δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία. Είναι αλήθεια ότι τόσο οι αλλαγές στα επίπεδα ακτινοβολίας που δεχόμαστε από τον ήλιο, όσο και οι ηφαιστειακές εκρήξεις μπορούν να συμβάλλουν στην αλλαγή του κλίματος μέσω αλλαγών στη μέση θερμοκρασία του πλανήτη, ωστόσο δεν αποτελούν το πρόβλημα στη περίπτωση μας.

Στην 5η αναφορά του Διακρατικού Συμβουλίου για τη Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC) παρουσιάζονται τα συμπεράσματα μιας ομάδας 1.300 ανεξάρτητων επιστημόνων παγκοσμίως, η οποία εξέτασε τα στοιχεία της διεθνούς βιβλιογραφίας, αναφορές επίσημων φορέων και ούτω καθεξής, όσον αφορά την κατάσταση του κλίματος. Το συμπέρασμα ήταν πως υπάρχει περισσότερο από 95% πιθανότητα η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, παίρνοντας ως βάση μέτρησης την περίοδο της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, να οφείλεται στην ανθρωπογενή δραστηριότητα, η οποία παράγει αέρια του θερμοκηπίου όπως διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο και οξείδια του αζώτου. Σύμφωνα με τα δεδομένα, η βιομηχανική δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού έχει αυξήσει τη συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από 280 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο – δηλαδή με απλά λόγια πόσα “κομμάτια” διοξειδίου του άνθρακα υπάρχουν σε ένα εκατομμύριο ”κομμάτια” αέρα) σε 400 ppm τα τελευταία 150 χρόνια. [πηγή]

Όσον αφορά τη συμβολή της ηλιακής ακτινοβολίας και των ηφαιστειακών εκρήξεων, τα δεδομένα δίνουν μια ιδιαίτερα ξεκάθαρη εικόνα. Όπως βλέπουμε στο παρακάτω διάγραμμα, το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη σελίδα της NASA, το ποσό της ηλιακής ακτινοβολίας που δέχεται η Γη ακολουθεί τον φυσικό κύκλο ενεργειακών διακυμάνσεων του ήλιου ο οποίος δεν εμφανίζει συνολικές αυξήσεις από το 1950.



Την ίδια περίοδο, όμως, η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται σημαντικά, επομένως είναι σαφές ότι η ηλιακή ακτινοβολία δεν ευθύνεται για τη παρατηρούμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης, τουλάχιστον από το 1950 και μετά.

Αντίστοιχα δεδομένα υπάρχουν και για μεγαλύτερες περιόδους στο παρελθόν, καταρρίπτοντας την ιδέα ότι η αύξηση στη μέση θερμοκρασία του πλανήτη προέρχεται από αυξήσεις στην ενέργεια που δεχόμαστε από τον ήλιο. [πηγή]

Επίσης, αν η αύξηση στη μέση θερμοκρασία της Γης οφειλόταν στην ηλιακή ακτινοβολία, θα βλέπαμε αύξηση θερμοκρασίας σε όλα τα στρώματα της ατμόσφαιρας, ενώ στην πραγματικότητα παρατηρούμε ψύξη στα πάνω στρώματα και θέρμανση στην επιφάνεια της Γης και στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, γεγονός που οφείλεται στην μεγαλύτερη δέσμευση της ηλιακής ακτινοβολίας από τα αέρια του θερμοκηπίου.

Τα ίδια συμπεράσματα αναφέρονται και στην τελευταία δημοσιευμένη αναφορά του IPCC, η οποία εκδόθηκε για το έτος 2018. [πηγή]

Εκεί αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η αύξηση στα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα από το 2000 είναι περίπου 20 ppm ανά δεκαετία, δηλαδή 10 φορές ταχύτερα συγκριτικά με άλλες παρατηρούμενες αυξήσεις τα τελευταία 800.000 χρόνια. [πηγή]

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από την εξέταση των δεδομένων για τη συμβολή των ηφαιστειακών εκρήξεων στην απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα συγκριτικά με την ανθρωπογενή δραστηριότητα.

Σύμφωνα με δύο ανασκοπήσεις της σχετικής βιβλιογραφίας, έχει βρεθεί ότι η μέση ετήσια απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα από ηφαιστειακή δραστηριότητα ανέρχεται στους 65-319 εκατομμύρια τόνους το χρόνο, ενώ οι εκπομπές από την ανθρώπινη δραστηριότητα ανέρχονται στους 34 δισεκατομμύρια τόνους. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3]

Επομένως, η συμβολή των ηφαιστείων είναι ελάχιστη συγκριτικά με τα ποσοστά διοξειδίου του άνθρακα από την ανθρώπινη δραστηριότητα.

3. Το κλίμα μπορεί να αλλάζει, αλλά δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο παρουσιάζεται από την επιστημονική κοινότητα και τα μέσα ενημέρωσης.

Η κλιματική αλλαγή είναι ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο, όσο εντείνεται, θα επηρεάζει πλειάδα παραγόντων, από την υγεία μέχρι το μεταναστευτικό κύμα και την παγκόσμια οικονομία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αύξηση θερμοκρασίας σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη σε επίπεδα που θα καθιστούν την ανθρώπινη επιβίωση εκεί αδύνατη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Climate Change το 2015, περιοχές όπως το Dubai είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν να έχουν θερμοκρασίες της τάξης των 45°C το καλοκαίρι μέχρι το 2070, οι οποίες μπορεί να συνεχίσουν να αυξάνονται με την πάροδο των ετών. Τέτοιου είδους αυξήσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μαζικά ρεύματα μετανάστευσης, καθώς αυτές οι θερμοκρασίες δεν είναι ασφαλείς για τους ανθρώπους. Αντίστοιχο πρόβλημα θα έχουν και παραθαλάσσιες περιοχές του πλανήτη, λόγω αύξησης της στάθμης των ωκεανών σε βάθος χρόνου.[πηγή]

Αυτό το πρόβλημα, προφανώς, πέρα από την κοινωνική του παράμετρο, θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις και στην παγκόσμια οικονομία. Σε συνδυασμό με την απώλεια βιοποικιλότητας λόγω οξύτητας των ωκεανών, τη μεταφορά ασθενειών όπως η ελονοσία σε πιο βόρειες περιοχές λόγω πιο ευνοϊκού κλίματος για έντομα και παθογόνους μικροοργανισμούς, και, φυσικά, την καταλυτική επίδραση των μεγάλων περιόδων ξηρασίας σε τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθίσταται σαφές ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί μείζον ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα σοβαρότητα. [πηγή 1][πηγή 2]

4. Τα επιστημονικά μοντέλα για τη κλιματική αλλαγή είναι ιδιαίτερα ανακριβή, οι επιστήμονες έχουν κάνει τεράστια λάθη στις εκτιμήσεις τους από τότε που ξεκίνησαν να μελετούν το φαινόμενο, επομένως γιατί θα έπρεπε να δείξουμε εμπιστοσύνη στις τωρινές αναλύσεις;

Τα κλιματικά μοντέλα είναι μαθηματικές αναπαραστάσεις των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της ατμόσφαιρας, των ωκεανών, της επιφάνειας του πλανήτη, των εκτάσεων πάγου και της ηλιακής ακτινοβολίας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα περίπλοκη ανάλυση, γι’ αυτό και τα εν λόγω μοντέλα φτιάχνονται για να υπολογίζουν “τάσεις”, όχι γεγονότα. Για παράδειγμα, ένα κλιματικό μοντέλο μπορεί να μας πει αν θα κάνει κρύο κατά τη χειμερινή περίοδο, αλλά όχι τη συγκεκριμένη θερμοκρασία – αυτό το βρίσκουμε μέσω προβλέψεων καιρού. Οι κλιματικές τάσεις είναι τα καιρικά φαινόμενα που θα λάβουν χώρα σε εύρος τουλάχιστον 30 ετών, έτσι ώστε να βλέπουμε τη συνολική εικόνα, και όχι μεμονωμένα περιστατικά ακραίων καιρικών φαινομένων.

Τα κλιματικά μοντέλα περνούν από αυστηρούς ελέγχους, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η ακρίβεια τους, και, επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε 30 χρόνια για να δούμε αν κάποιο μοντέλο δουλεύει, τα εξετάζουμε στο πλαίσιο δεδομένων του παρελθόντος. Αν ένα μοντέλο μπορεί να προβλέψει γεγονότα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο παρελθόν, μπορούμε να αναμένουμε ότι θα είναι ακριβές και για μελλοντικά γεγονότα. Και αυτό έχει παρατηρηθεί ήδη στην πράξη. Στην έκθεση του 1983 “Projecting Future Sea Level Rise: Methodology, Estimates to the Year 2100” παρουσιάστηκαν διάφορα μελλοντικά σενάρια με βάση διαφορετικές πιθανές μειώσεις στις εκπομπές CO2. Η χαμηλότερη εκτίμηση στην έκθεση ήταν άνοδος της στάθμης κατά 4,8 cm μέχρι το 2000 και 13,0 cm μέχρι το 2025. [πηγή]

Η πραγματική αλλαγή το 2000 ήταν περίπου 3 cm, και η σημερινή είναι περίπου 9 cm. [πηγή]

Επομένως, οι προβλέψεις που έγιναν ήταν αρκετά κοντά στις πραγματικές αυξήσεις, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η ίδια πρόσβαση στον όγκο δεδομένων που έχουν σήμερα τα αρμόδια ερευνητικά κέντρα και ο οποίος αυξάνει την ακρίβεια των προβλέψεων. Τα μοντέλα βελτιώνονται όσο περνάει ο καιρός και όσο τους δίνουμε περισσότερα δεδομένα. Κατά συνέπεια, οι προβλέψεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής ήταν ως επί το πλείστον ιδιαίτερα ακριβείς.

5. Το διοξείδιο του άνθρακα, που εν πολλοίς θεωρείται υπεύθυνο για την κλιματική αλλαγή, δεν είναι το κύριο αέριο του θερμοκηπίου. Το κύριο αέριο του θερμοκηπίου είναι το νερό στην αέριά του κατάσταση, δηλαδή οι υδρατμοί. Αυτοί έχουν το 98% της επίδρασης στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι συγκεντρώσεις τους στην ατμόσφαιρα βρίσκονται έως 100 φορές και, κατά μέσον όρο, τουλάχιστον 50 φορές μεγαλύτερες από το διοξείδιο του άνθρακα. Επιπρόσθετα, καλύπτουν μεγαλύτερο εύρος μηκών κύματος απορρόφησης της υπέρυθρης ακτινοβολίας απ’ ό,τι το διοξείδιο του άνθρακα .

Αυτή είναι μια από τις πιο συχνές παρερμηνείες όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Όντως, οι υδρατμοί είναι βασικός παράγοντας στη λειτουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου. Ωστόσο, δεν ελέγχουν τη θερμοκρασία της Γης, το αντίθετο μάλιστα, ελέγχονται από τη θερμοκρασία του πλανήτη. Αυτό συμβαίνει γιατί η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας καθορίζει και το μέγιστο όγκο νερού που μπορεί να χωρέσει. Αν φανταστούμε την ατμόσφαιρα σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία ως ένα κουβά γεμάτο νερό, η πτώση της θερμοκρασίας θα ισοδυναμούσε με σμίκρυνση του κουβά και συνεπακόλουθη απώλεια νερού. Πρακτικά, αυτό που συμβαίνει όταν πέφτει η θερμοκρασία στην ατμόσφαιρα είναι συμπύκνωση του νερού και απώλεια υδρατμών.

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία της Γης στα βιώσιμα επίπεδα που αναφέραμε στην αρχή, ελέγχεται από αέρια που δεν συμπυκνώνονται όπως το νερό σε αυτές τις συνθήκες, δηλαδή, συγκεκριμένα, το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου.

Η προσθήκη αυτών των αερίων στην ατμόσφαιρα οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας της και σε συνεπακόλουθη αύξηση του όγκου υδρατμών που μπορεί να σηκώσει, γεγονός που αυξάνει ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία και ούτω καθεξής. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται “possitive feedback effect”. [πηγή]

Εν ολίγοις, η αυξημένη συγκέντρωση υδρατμών στην ατμόσφαιρα ενισχύει το πρόβλημα αλλά δεν έχει μεγαλύτερη επίδραση από το διοξείδιο του άνθρακα στο πλαίσιο της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, αποτελεί ένα σύμπτωμα του προβλήματος της ανθρωπογενούς δραστηριότητας.

6. Δεν συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες ότι το κλίμα αλλάζει, ούτε ότι οι άνθρωποι προκαλούν αυτήν την αλλαγή. Μάλιστα, πολλοί επιστήμονες έχουν υπογράψει επιστολές στις οποίες τάσσονται κατά αυτής της θέσης.

Αυτό το επιχείρημα αγνοεί πλήρως το τι σημαίνει “επιστημονική συναίνεση” και πώς εδραιώνεται. Για ένα ζήτημα, όπως το αν η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικό φαινόμενο και τι την προκαλεί, δεν μας αρκεί μία μελέτη, χρειαζόμαστε εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες μελέτες από διαφορετικά ερευνητικά κέντρα ανά το κόσμο τα οποία να έχουν ερευνήσει το ζήτημα. Από όλον αυτόν τον όγκο δεδομένων που συλλέγεται, γίνεται διαλογή, ώστε να μείνουν μόνο οι μελέτες που έχουν περάσει επαρκή αξιολόγηση από ομοτίμους (peer-review), και αυτές που περνούν από το αρχικό φίλτρο ελέγχονται εκ νέου. Στη συνέχεια, εξετάζεται το πόσες από αυτές τις μελέτες, με βάση τις μετρήσεις τους, κατέληξαν στο ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικό φαινόμενο και ποιες όχι, ενώ αντίστοιχα ελέγχεται ποιες από αυτές που ανέφεραν ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικό φαινόμενο απέδωσαν τα αίτια στην ανθρωπογενή δραστηριότητα.

Αυτή η διαδικασία ονομάζεται μετα-ανάλυση μελετών και είναι ένα από τα πιο αξιόπιστα μέσα που διαθέτουμε για να εξακριβώσουμε ποια είναι η θέση της επιστημονικής κοινότητας για ένα ζήτημα. Κατά συνέπεια, όταν λέμε τη φράση “επιστημονική συναίνεση” δεν εννοούμε ότι μια ομάδα επιστημόνων συνεδριάζει σε μια αίθουσα και παίρνει την απόφαση για το τι δέχεται και τι όχι ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα, αλλά ότι ο όγκος των δεδομένων από χιλιάδες ανεξάρτητες επιστημονικές μελέτες μας λέει πού κλίνει το βάρος των αποδείξεων.

Αυτό έχει γίνει ήδη αρκετές φορές στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, και τα στοιχεία πλέον είναι ξεκάθαρα.

Το 2010 ο William Anderegg και οι συνεργάτες του ανέλυσαν μελέτες από 1.372 ερευνητές στο τομέα της επιστήμης του κλίματος και βρήκαν ότι το ποσοστό των μελετών που συμφωνούσε με τη πραγματικότητα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής ήταν 97-98%. [πηγή]

Ακόμα πιο πρόσφατη ανάλυση ήταν αυτή του 2013 από τον John Cook και τους συνεργάτες του, οι οποίοι βρήκαν το ίδιο ποσοστό με την έρευνα του William Anderegg, δηλαδή 97% συναίνεση υπέρ της θέσης ότι η κλιματική αλλαγή έχει ανθρωπογενή αίτια. [πηγή]

To 2016 μάλιστα βγήκε και η πιο πρόσφατη ανάλυση όσον αφορά το θέμα της προαναφερθείσας συναίνεσης στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι ερευνητές John Cook και William Anderegg, και τα αποτελέσματα που βρέθηκαν ήταν στο ίδιο εύρος 90-100% συναίνεση όσον αφορά τα ανθρωπογενή αίτια της κλιματικής αλλαγής. [πηγή]

Πλην αυτών των μετα-αναλύσεων, επίσημοι φορείς μεταξύ των οποίων η NASA, το Διακρατικό Συμβούλιο για τη Κλιματική Αλλαγή και η Αμερικανική Εθνική Ακαδημία Επιστημών εξέτασαν τη σχετική βιβλιογραφία και εξέδωσαν ανακοινώσεις, στις οποίες τάσσονται υπέρ της θέσης ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικό φαινόμενο και πως έχει ανθρωπογενή αίτια. [πηγή]

Υπάρχουν όντως ορισμένες μελέτες οι οποίες ενίστανται σε αυτά τα συμπεράσματα, αλλά αυτές οι αποκλίσεις δεν είναι αρκετές για να ανατρέψουν τον τεράστιο όγκο δεδομένων που κλίνει προς το αντίθετο συμπέρασμα. Μάλιστα, το 2015 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Theoretical and Applied Climatology” μια ανάλυση η οποία παρουσίαζε τα μεθοδολογικά σφάλματα και τους περιορισμούς που είχε αυτό το 2% των μελετών. [πηγή]

7. 500 επιστήμονες πρόσφατα υπέγραψαν επιστολή όπου ισχυρίζονται ότι η κλιματική αλλαγή δεν συνιστά επείγον πρόβλημα.

Η ιστοσελίδα climatefeedback.org δημοσίευσε μια εκτενή ανάλυση της επιστολής από 5 ειδικούς. [πηγή]

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της επιστολής, οι ειδικοί στοιχειοθέτησαν τους σχολιασμούς τους με παραπομπές στη βιβλιογραφία (αναλυτικά στον παραπάνω σύνδεσμο).

Παρακάτω παρουσιάζουμε τα σημαντικά σημεία των σχολιασμών τους, εξαιρώντας όσα ζητήματα θίξαμε ήδη:

Καταρχάς, η Dr Amber Kerr σημείωσε ότι μόνο το 2,8% των υπογραφόντων αυτοπροσδιορίζονταν ως ειδικοί επί του αντικειμένου, δηλαδή κλιματικοί επιστήμονες ή μετεωρολόγοι. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό (11,3%) δεν ήταν επιστήμονες, αλλά επιχειρηματικά στελέχη, συγγραφείς, ακτιβιστές και λομπίστες.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι «η μικρή εποχή των παγετώνων τέλειωσε το 1850, οπότε η μετέπειτα αύξησης της θερμοκρασίας είναι αναμενόμενη», ο καθηγητής Timothy Osborn επεσήμανε ότι η αναφερόμενη θέρμανση είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1900, και οι φυσικοί παράγοντες από μόνοι τους έκτοτε θα είχαν προκαλέσει ελαφριά ψύξη αντί για θέρμανση του πλανήτη.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι «τα κλιματικά μοντέλα αγνοούν τα οφέλη του εμπλουτισμού της ατμόσφαιρας με CO2», ο καθηγητής Timothy Osborn τον διέψευσε παραθέτοντας τα σχετικά παραρτήματα της αναφοράς του IPCC που λαμβάνει υπόψη τέτοια οφέλη.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι «το CO2 αυξάνει τη βιομάζα των φυτών και των μέγεθος των σοδειών», ο επίκουρος καθηγητής Frances Moore παρέθεσε μετα-ανάλυση του 2017 που καταδείκνυε ότι τα οφέλη γρήγορα αντισταθμίζονταν από τις ζημιές, με τη συνολική επίδραση του CO2 να είναι αρνητική για τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.

Για τον ισχυρισμό ότι «δεν υπάρχουν στατιστικές αποδείξεις ότι η παγκόσμια υπερθέρμανση εντατικοποιεί τις πλυμμήρες», η Dr Twila Moon αντέτεινε ότι υπάρχουν ισχυρές και εκτενείς αποδείξεις στην Ειδική Αναφορά του IPCC για τον Ωκεανό και την Κρυόσφαιρα.

Συνολικά, οι ειδικοί χαρακτήρισαν την επιστολή προκατειλημμένη, βασισμένη σε επιλεκτικές πληροφορίες, ανακριβή και παραπλανητική.

8. Το λόμπι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι αρκετά ισχυρό ώστε να παραπλανήσει τους νομοθέτες.

Ας εξετάσουμε τον εν λόγω ισχυρισμό αγνοώντας την εδραιωμένη επιστημονική συναίνεση όσον αφορά την κλιματική αλλαγή.

Αν ο ισχυρισμός ήταν αληθής, θα αναμέναμε την εξής εικόνα: το περιβαλλοντικό λόμπι να δαπανά πολλαπλάσια ποσά από το λόμπι των παραδοσιακών μορφών ενέργειας, προσπαθώντας να συγκαλύψει τα έγκυρα δεδομένα και να παραπλανήσει τους νομοθέτες.

Η πραγματική εικόνα, όμως, είναι η αντίστροφη: σε πρόσφατη ανάλυση 2 εκατομμυρίων δημοσίων εγγράφων στις ΗΠΑ μεταξύ 2000 και 2016, το λόμπι των παραδοσιακών μορφών ενέργειας δαπάνησε περί τις 9,3 φορές μεγαλύτερα ποσά από το περιβαλλοντικό. [πηγή]

Αν κάποια πλευρά, λοιπόν, θα προσπαθούσε να διαστρεβλώσει την αληθινή εικόνα του ζητήματος, θα αναμέναμε να ήταν αυτή των παραδοσιακών μορφών ενέργειας. Και όντως, σειρά ρεπορτάζ του InsideClimate News αποκάλυψαν ότι μια από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες διεθνώς, η Exxonmobil, γνώριζε από τη δεκαετία του ‘70 τις επιπτώσεις των αερίων του θερμοκηπίου, αλλά προσπάθησε ενεργά να παρεμποδίσει τις λύσεις και να σπείρει αμφιβολίες στον διάλογο περί κλιματικής αλλαγής. [πηγή]

Μάλιστα, αυτή η σειρά ρεπορτάζ διακρίθηκε ως φιναλίστ στα βραβείο Πούλιτζερ του 2015. [πηγή]

Επίλογος

Φτάνοντας στο τέλος της ανάλυσης, πρέπει να τονίσουμε ότι στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας κάθε ισχυρισμός πρέπει να εξετάζεται ενδελεχώς, και ανάλογα με τα αποτελέσματα να γίνεται αποδεκτός ή να απορρίπτεται.

Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα δεδομένα αρχίσουν να δίνουν διαφορετική εικόνα για τα αίτια και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η επιστημονική κοινότητα οφείλει να αλλάξει τη θέση της πάνω στο ζήτημα. Ωστόσο, ο διαθέσιμος όγκος δεδομένων είναι αρκετά μεγάλος και καθιστά την αλλαγή στην εικόνα που έχουμε για το κλίμα του πλανήτη αρκετά απίθανη.

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό “BioScience” μια επιστολή η οποία υπογράφηκε από 11.000 επιστήμονες σε 153 χώρες, στην οποία παρουσιάζουν τα στοιχεία σχετικά με τις δυνητικά καταστροφικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επιδείνωση της αποσταθεροποίησης του κλίματος λόγω της ανθρωπογενούς δραστηριότητας.

Η επιστολή δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο της επετείου των 40 ετών από το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο για την αλλαγή του κλίματος στη Γενεύη το 1979 και τονίζει τόσο το ρόλο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όσο και την σημαντική συνεισφορά των εκπομπών μεθανίου από τη βιομηχανική κτηνοτροφία στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.

Οι επιπτώσεις που αναφέρονται στο κείμενο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, σημεία που εξετάσαμε ήδη, όπως η απώλεια βιοποικιλότητας, η επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας και οι σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. [πηγή]

Με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι πως η ανθρώπινη δραστηριότητα φαίνεται να είναι ο βασικός παράγοντας επιδείνωσης της κλιματικής αλλαγής, και οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου προβλέπονται ιδιαίτερα σοβαρές αν δεν υπάρξει άμεση και ριζική αλλαγή στο τρόπο διαχείρισης των φυσικών πόρων του πλανήτη, με πρώτο και κυριότερο σημείο προσοχής τις πηγές ενέργειας που χρησιμοποιούμε.

Έρευνα:

Στάμος Αρχοντής
Ανδρόνικος Κουτρουμπέλης

Είναι πτυχιούχος χημείας (B.Sc.) απο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Αυτή τη στιγμή παρακολουθεί το αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο “Μaster of Arts in Digital Media, Communication and Journalism” στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.