Ποιοι είμαστε
Αρχική Όχι, η Υπατία δεν δολοφονήθηκε από “εωσφοριστές-παγανιστές Ιουδαίους”ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΟΛΟΓΙΑ

Όχι, η Υπατία δεν δολοφονήθηκε από “εωσφοριστές-παγανιστές Ιουδαίους”

16 Ιου
2020

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 4 έτη.

Ισχυρισμός:

Η Ελληνίδα Φιλόσοφος Υπατία ήταν Χριστιανή, και δολοφονήθηκε από εωσφοριστές-παγανιστές Ιουδαίους.

Συμπέρασμα:

Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής και μεταγενέστερες, η Υπατία δεν ήταν χριστιανή και δολοφονήθηκε από μερίδα πλήθους χριστιανών οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν υπαίτια για τη μη συμφιλίωση του επάρχου Ορέστη και του Επισκόπου Αλεξανδρείας Κυρίλλου

Κυκλοφορεί ο ισχυρισμός πως “Η Ελληνίδα Φιλόσοφος Υπατία ήταν Χριστιανή, και δολοφονήθηκε από εωσφοριστές-παγανιστές Ιουδαίους”.

Παράδειγματα: triklopodia.gr, kataggeilte.blogspot.com.

Διαβάστε αναλυτικά τον ισχυρισμό εδώ.

 

Τι ισχύει;

Η Υπατία (Αλεξάνδρεια, 370 (ή 355 κατ΄άλλους) – Αλεξάνδρεια, 8 Μαρτίου 415) ήταν Ελληνίδα νεοπλατωνική φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός, διευθύντρια της νεοπλατωνικής σχολής στην Αλεξάνδρεια. Πατέρας της ήταν ο μαθηματικός και αστρονόμος, Θέων. Παρακολούθησε στην Αθήνα μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας, και μαθήτευσε κοντά στον Ιεροκλή.

Ήταν κορυφαία μαθηματικός και αστρονόμος, ενώ δίδασκε για φιλοσοφικά θέματα, προσελκύοντας πολλούς πιστούς μαθητές και μεγάλο κοινό. Η φιλοσοφία της ήταν Νεοπλατωνική και ως εκ τούτου θεωρήθηκε «ειδωλολατρική» σε μια εποχή θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών.

Δολοφονήθηκε το 415 μ.Χ. από χριστιανικό όχλο που της επιτέθηκε στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Οι πρωταρχικές πηγές, ακόμη και εκείνοι οι χριστιανοί συγγραφείς που ήταν εχθρικοί προς αυτήν και ισχυρίστηκαν ότι ήταν μάγισσα, συμφωνούν γενικά ως προς τα τραγικά γεγονότα του θανάτου της. Αυτές οι μαρτυρίες απεικονίζουν συνήθως την Υπατία σαν μια γυναίκα που ήταν ευρέως γνωστή για τη γενναιοδωρία της, την αγάπη της για μάθηση και την εμπειρία της στη διδασκαλία στα θέματα του νεο-πλατωνισμού, των μαθηματικών, της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

Σε μια πόλη που γινόταν όλο και πιο διαφορετική θρησκευτικά (όπως ήταν πάντα πολιτισμικά) η Υπατία ήταν στενή φίλη του ειδωλολατρη έπαρχου Ορέστη και κατηγορήθηκε από τον Κύριλλο, Αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειας, ότι εμπόδιζε τον Ορέστη να δεχθεί την «αληθινή πίστη».

Η πιο αξιόπιστη πηγή για τον θάνατό της είναι από τον Σωκράτη τον Σχολαστικό, στο έργο του “Ἐκκλησιαστική Ἱστορία” που έγραψε γι’ αυτόν 25 περίπου χρόνια αργότερα (του οποίου έργο είναι η συνέχιση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου του Καισαρέως). Εκείνη την περίοδο, υπήρχε πολλή ένταση και μίσος μεταξύ των Εβραίων και των Χριστιανών της Αλεξάνδρειας· είναι η εποχή όπου ο έπαρχος Ορέστης και ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος (γνωστός από τον σκληρό τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τον αιρετικό Νεκτάριο) βρίσκονταν σε αντιπαράθεση. Περίπου 500 μοναχοί έφτασαν στην πόλη για να ταχθούν στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου. Κατηγόρησαν τον Ορέστη (ο οποίος ήταν βαπτισμένος χριστιανός) ότι είναι ειδωλολάτρης και ότι έκανε θυσίες στους Έλληνες θεούς σε αντίθεση με τον νόμο του Θεοδοσίου που απαγόρευε κάθε είδος ειδωλολατρίας. Όταν ένας μοναχός ονόματι Αμμώνιος πέθανε, επειδή είχε πετάξει μία πέτρα στον έπαρχο, ο Κύριλλος και οι άλλοι χριστιανοί στράφηκαν ενάντια στην Υπατία, η οποία ήταν εκείνη την εποχή βοηθός του. Αποκαλώντας την ειδωλολατρική μάγισσα και ιέρεια, την έγδυσαν και την έσυραν μέχρι τον Καθεδρικό ναό, όπου την σκότωσαν γδέρνοντας και διαμελίζοντας την με κοφτερά όστρακα. Το διαλυμένο σώμα της το μετέφεραν στο Κυνάριον όπου την έκαψαν.

Ην τις γυνὴ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ͵ τοὔνομα Ὑπατία· αὕτη Θέωνος μὲν τοῦ φιλοσόφου θυγάτηρ ἦν· ἐπὶ τοσοῦτον δὲ προὔβη παιδείας͵ ὡς ὑπερακοντίσαι τοὺς κατ΄ αὐτὴν φιλοσόφους͵ τὴν δὲ Πλατωνικὴν ἀπὸ Πλωτίνου καταγομένην διατριβὴν διαδέξασθαι͵ καὶ πάντα τὰ φιλόσοφα μαθήματα τοῖς βουλομένοις ἐκτίθεσθαι· διὸ καὶ οἱ πανταχόθεν φιλοσοφεῖν βουλόμενοι κατέτρεχον παρ΄ αὐτήν. Διὰ τὴν προσοῦσαν αὐτῇ ἐκ τῆς παιδεύσεως σεμνὴν παρρησίαν καὶ τοῖς ἄρχουσι σωφρόνως εἰς πρόσωπον ἤρχετο· καὶ οὐκ ἦν τις αἰσχύνη ἐν μέσῳ ἀνδρῶν παρεῖναι αὐτήν· πάντες γὰρ δι΄ ὑπερβάλλουσαν σωφροσύνην πλέον αὐτὴν ᾐδοῦντο καὶ κατεπλήττοντο. Κατὰ δὴ ταύτης τότε ὁ φθόνος ὡπλίσατο· ἐπεὶ γὰρ συνετύγχανε συχνότερον τῷ Ὀρέστῃ͵ διαβολὴν τοῦτ΄ ἐκίνησε κατ΄ αὐτῆς παρὰ τῷ τῆς ἐκκλησίας λαῷ͵ ὡς ἄρα εἴη αὕτη ἡ μὴ συγχωροῦσα τὸν Ὀρέστην εἰς φιλίαν τῷ ἐπισκόπῳ συμβῆναι. Καὶ δὴ συμφρονήσαντες ἄνδρες τὸ φρόνημα ἔνθερμοι͵ ὧν ἡγεῖτο Πέτρος τις ἀναγνώστης͵ ἐπιτηροῦσι τὴν ἄνθρωπον ἐπανιοῦσαν ἐπὶ οἰκίαν ποθέν· καὶ ἐκ τοῦ δίφρου ἐκβαλόντες͵ ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν ᾗ ἐπώνυμον Καισάριον συνέλκουσιν͵ ἀποδύσαντές τε τὴν ἐσθῆτα ὀστράκοις ἀνεῖλον· καὶ μεληδὸν διασπάσαντες͵ ἐπὶ τὸν καλούμενον Κιναρῶνα τὰ μέλη συνάραντες πυρὶ κατηνάλωσαν. Τοῦτο οὐ μικρὸν μῶμον Κυρίλλῳ καὶ τῇ Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίᾳ εἰργάσατο· ἀλλότριον γὰρ παντελῶς τῶν φρονούντων τὰ Χριστοῦ φόνοι καὶ μάχαι καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια. Καὶ ταῦτα πέπρακται τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς Κυρίλλου ἐπισκοπῆς͵ ἐν ὑπατείᾳ Ὁνωρίου τὸ δέκατον͵ καὶ Θεοδοσίου τὸ ἕκτον͵ ἐν μηνὶ Μαρτίῳ͵ νηστειῶν οὐσῶν» (Σωκράτης ο Σχολαστικός «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο Ζ΄, κεφάλαιο 15).

Πέρα από τη μαρτυρία του Σωκράτη, οι σημαντικότερες πηγές που έχουμε διαθέσιμες είναι οι εξής:

(1) Ο Βίος του Ισιδώρου, που γράφτηκε (μεταξύ του 480 και του 495) από τον μαθητή του Δαμάσκιο (Δαμασκηνό ή Διάδοχο, τελευταίο σχολάρχη της νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών (το έργο ανασυντέθηκε αρχικά από τον R. Asmus στο Das Leben des Philosophen Isidoros von Damaskios aus Damaskos (Leipzig, 1911). Ο Ισίδωρος, πλατωνικός φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια και μαθητής του Πρόκλου που γεννήθηκε το 450. Έναν χρόνο περίπου μετά τον θάνατό του γύρω στα 526, ο μαθητής του Δαμάσκιος, τελευταίος διευθυντής τής Ακαδημίας, έγραψε τη βιογραφία τού δασκάλου του. Έτσι υπάρχει ένα χάσμα δύο ολόκληρων γενεών ανάμεσα στους θανάτους της Υπατίας και του Ισιδώρου. Το ιστορικό τους υπόβαθρο, πάντως, είναι περίπου ίδιο. Ο Ισίδωρος ανατράφηκε και μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια, στους κύκλους των νεοπλατωνικών φιλοσόφων Εραίσκου και Ασκληπιάδη. Ο πατέρας τους Ηραπόλλων ο Πρεσβύτερος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου Β’ και ήταν σύγχρονος της Υπατίας (Υπατία η Αλεξανδρινή της M. Dzielska εκδ.Ενάλιος). Το έργο, που διασώθηκε χάρη στον πατριάρχη Φώτιο, είναι καταρχήν ευνοϊκά διακείμενο προς την Υπατία (ο συγγραφέας του ήταν πιστός του δωδεκάθεου), πλην όμως θέτει υπό αμφισβήτηση τις ικανότητές της ως φιλοσόφου (την χαρακτηρίζει ως «γεωμέτρη») και, όλως παραδόξως, της αποδίδει την ιδιότητα της συζύγου του δασκάλου του, του Ισίδωρου, έστω κι αν, κατά τον Δαμάσκιο, επρόκειτο για «λευκό» γάμο (σε κάθε περίπτωση ο γάμος αυτός θεωρείται απίθανος μια και ο Ισίδωρος γεννήθηκε μάλλον μετά τον θάνατο της Υπατίας ).

(2) Ο Φιλοστόργιος από την Καππαδοκία, ένας ακόμα σύγχρονος της Υπατίας (γεννήθηκε γύρω στο 368), την περιγράφει σε λίγες προτάσεις στην Εκκλησιαστική ιστορία του (VIII.9 GCS, 21. Historia Ecclesiastica, εκδ. J. Bidez, 3η έκδοση [Βερολίνο, 1981], σελ. 111), μια ακόμη συνέχιση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου του Καισαρέως.

(3) Ο Αντίοχεύς χρονικογράφος Ιωάννης Μαλάλας (491-578) στην Χρονογραφία του (που καλύπτει την ιστορία του κόσμου από τη δημιουργία του μέχρι το 565), έχει σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή, τη φήμη και τη δημοτικότητα της Υπατίας στην πόλη, καθώς και ορισμένες ενδείξεις για τους ενόχους της δολοφονίας της. Ο Μαλάλας έζησε αρκετά κοντά στα γεγονότα και μπορεί να μεταδώσει αξιόπιστα στοιχεία γι’ αυτά. Παρέχει επίσης αξιόλογες πληροφορίες για τον πατέρα της, τον Θέωνα.

(4) Η Historia Tripartita Ecclesiastica (XL 12 CSEL, LXXI, 643-644) του 6ου αιώνα, η οποία προέρχεται από τον κύκλο του Αυρηλίου Κασσιοδώρου,  μια σύνθεση των εκκλησιαστικών ιστοριών του Σωκράτη, του Σωζομενού και του Θεοδώρητου Κύρρου, βασισμένη στη μετάφραση αυτών των έργων από τον Επιφάνιο.

(5) Ο Ησύχιος της Μιλήτου (ή Επιφανούς) έχει γράψει μια σύντομη βιογραφία της Υπατίας τον 6ο αιώνα στο λεξικό του για τους Έλληνες συγγραφείς (Ονοματολόγος), η οποία  δεν έχει διασωθεί στην αρχική μορφή της, αλλά έχει ανασυντεθεί από αποσπάσματα τα οποία αναφέρουν μεταγενέστεροι συγγραφείς (Hesychii Milesi Onomatologi quae supersunt cum prolegomenis, εκδ. J. Flach [Leipsig, 1882].

(6) Το Χρονικό του Ιωάννη, επισκόπου Νικίου, στην Αίγυπτο (τέλος 7ου αιώνα), το οποίο υποστηρίζει σαφώς τον Κύριλλο και επικροτεί τη δολοφονία, χαρακτηρίζοντας την Υπατία μάγισσα, λόγω της ενασχόλησής της με την αστρονομία. Η στάση του Ιωάννη μπορεί να εξηγηθεί από δύο λόγους: πρώτον, γράφει στα χρόνια που η Αίγυπτος είναι πια μουσουλμανική και, επομένως, ως εκπρόσωπος μιας απειλούμενης θρησκευτικής μειονότητας, οπότε είναι δύσκολο να κατακρίνει ενέργειες των πιστών της. Δεύτερον, ακριβώς η επίδραση του ισλαμισμού, που είναι ακόμη πιο σκληρός απέναντι στον πολυθεϊσμό απ’ ό,τι ο χριστιανισμός του ελληνόφωνου κόσμου, επιβάλλει στάση καταδίκης των παγανιστικών ιδεών. Το έργο του, μαζί με εκείνο του Σωκράτη, είναι η βασικότερη και συνεπέστερη πηγή για την ανασύνθεση των γεγονότων που συνδέονται με τις δραστηριότητες της Υπατίας στην Αλεξάνδρεια και τις συνθήκες του θανάτου της.

(7) Ο Θεοφάνης (γύρω στα 752-818) έδωσε μια σύντομη περιγραφή του θανάτου της Υπατίας (Chronographia, I, De Boor).

(8) το βυζαντινό λεξικό που είναι γνωστό με το όνομα Σούδα ή Σουΐδα (10ος αι.): οι, σαφώς θετικές για τη φιλόσοφο, αναφορές στην Υπατία πρέπει να είχαν ως βασική πηγή το έργο του Δαμάσκιου αλλά και του Ησύχιου. Η επίδραση του Σωκράτη είναι εμφανής.

(9) Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (γύρω στα 1253-1335) έδωσε μια δευτερογενή περιγραφή της ζωής και του θανάτου της, μια σύνθεση προηγούμενων πηγών που βασίζονται κυρίως στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη.

(10) Πρωτίστως, οι (συνολικά 159) επιστολές του μαθητή της Υπατίας Συνέσιου του Κυρηναίου, επτά από τις οποίες απευθύνονται προσωπικά στη φιλόσοφο. Το υλικό αυτό παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για τη ζωή, τη σκέψη και το έργο της Υπατίας και του κύκλου των μαθητών της.

Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής και μεταγενέστερες, η Υπατία δεν ήταν χριστιανή και δολοφονήθηκε από μερίδα πλήθους χριστιανών οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν υπαίτια για τη μη συμφιλίωση του επάρχου Ορέστη και του Επισκόπου Αλεξανδρείας Κυρίλλου. Ο φανατισμένος όχλος, με επικεφαλής τον κληρικό Πέτρο, την ξεγύμνωσε, την κατέκοψε με θραύσματα αγγείων ή κοφτερά όστρακα και μετά έκαψαν τα σκορπισμένα και αιμόφυρτα μέλη της, πρακτική που ακολουθούσε ο όχλος της περιοχής και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Πατριάρχη Προτέριου.

Fact-check for the sake of Democracy