Ποιοι είμαστε
Αρχική Nέα μελέτη δεν έδειξε ότι η κολονοσκόπηση είναι υπερτιμημένη διαγνωστική πρακτικήΜΙΞΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΩΝ ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

Nέα μελέτη δεν έδειξε ότι η κολονοσκόπηση είναι υπερτιμημένη διαγνωστική πρακτική

24 Οκτ
2022

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 2 έτη.

Ισχυρισμός:

Νέα μελέτη έδειξε ότι η κολονοσκόπηση για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου, δεν είναι όσο αποτελεσματική είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

Συμπέρασμα:

Όταν λαμβάνεται υπόψη ότι μόνο το 42% όσων προσκλήθηκαν για κολονοσκόπηση όντως ακολούθησαν την πρόσκληση, τότε η εκτιμώμενη αποτελεσματικότητα της πρακτικής ανέρχεται σε 31% κατά της εμφάνισης τοπικού καρκίνου και 50% κατά του αντίστοιχου θανάτου. Επιπλέον, οι συντάκτες της μελέτης, οι συγγραφείς συνοδευτικού επεξηγηματικού άρθρου, 4 αρμόδιοι φορείς υγείας και πολυάριθμοι ειδικοί ανά τον κόσμο, συναίνεσαν ότι μεθοδολογικοί περιορισμοί της μελέτης, πιθανότατα οδήγησαν σε περαιτέρω υποτίμηση του πραγματικού οφέλους. Έτσι, η επίμαχη μελέτη δεν καταδεικνύει καμιά σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες. Τέλος, οι φορείς υγείας υπογράμμισαν ότι μια συνολική ανασκόπηση των επιστημονικών δεδομένων, καταδείκνυε ότι η κολονοσκόπηση παρέμενε η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική για τον εντοπισμό του καρκίνου του παχέος εντέρου.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα που γνώρισαν εκτενή αναπαραγωγή στο ελληνικό διαδίκτυο, νέα μελέτη έδειξε ότι η κολονοσκόπηση για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου, δεν είναι όσο αποτελεσματική είχε προηγουμένως θεωρηθεί. Ωστόσο, πρόκειται για διαστρέβλωση των επιστημονικών δεδομένων.

Παραδείγματα: amna.gr, ertnews.gr, capital.gr, skai.gr, iatronet.gr, protothema.gr, enikos.gr, thetoc.gr

Το επίμαχο δημοσίευμα αναρτήθηκε αρχικά από το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), και έχει ως εξής:

Η πρώτη στον κόσμο τυχαιοποιημένη μελέτη της χρήσης κολονοσκόπησης για την πρόληψη του ορθοκολικού καρκίνου (του παχέος εντέρου) δείχνει ότι η εν λόγω εξέταση δεν αποτρέπει τη θανατηφόρο νόσο τόσο αποτελεσματικά όσο είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

Η μελέτη NordICC (Nordic-European Initiative on Colorectal Cancer), με επικεφαλής τον καθηγητή Μίκαελ Μπρετχάουερ του νορβηγικού πανεπιστημίου και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Όσλο, η οποία παρουσιάστηκε στο ευρωπαϊκό γαστρεντερολογικό συνέδριο της United European Gastroenterology «2022 UEG Week» στη Βιέννη και δημοσιεύθηκε στο διεθνούς κύρους αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», ανέλυσε στοιχεία για σχεδόν 85.000 υγιείς ανθρώπους 55 έως 64 ετών σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Νορβηγία, Σουηδία, Πολωνία και Ολλανδία).

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: Η μία έκανε έλεγχο εντέρου με κολονοσκόπηση, ενώ η άλλη καμία εξέταση. Όλοι οι άνθρωποι παρακολουθήθηκαν επί δέκα χρόνια -κατά μέσο όρο- για να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό η κολονοσκόπηση, όντως, μειώνει την πιθανότητα διάγνωσης καρκίνου του εντέρου και θανάτου.

Διαπιστώθηκε ότι το 1,2% των ατόμων που δεν είχαν κάνει κολονοσκόπηση διαγνώστηκε με καρκίνο του εντέρου σε βάθος δεκαετίας, έναντι ποσοστού 0,98% (σχεδόν 1%) στην ομάδα της κολονοσκόπησης. Αυτό ισοδυναμεί με μία μείωση κατά 18% στα νέα περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου.

Από την άλλη, μόνο τρεις στους χίλιους πέθαναν από τη νόσο στη διάρκεια της δεκαετίας, άσχετα εάν είχαν κάνει κολονοσκόπηση ή όχι, καθώς δεν υπήρξε κάποια άξια λόγου μείωση της θνησιμότητας στην ομάδα της κολονοσκόπησης (κίνδυνος θανάτου 0,28%) σε σχέση με όσους δεν έκαναν κολονοσκόπηση (κίνδυνος θανάτου 0,31%).

«Δυστυχώς, η κολονοσκόπηση δεν είναι η θαυματουργή θεραπεία για τον ορθοκολικό καρκίνο. Σύμφωνα με την μελέτη μας, δεν είναι καλύτερη ούτε καν από τα δείγματα κοπράνων», δήλωσε ο δρ Μπρετχάουζερ. Όπως επεσήμανε, καθώς με το πέρασμα του χρόνου έχουν βελτιωθεί οι θεραπευτικές επιλογές για τον ορθοκολικό καρκίνο, η εξέταση της κολονοσκόπησης έχει γίνει λιγότερο αποτελεσματική όσον αφορά τη μείωση των θανάτων από τη νόσο.

Οι ερευνητές θα συνεχίσουν τη μελέτη των ίδιων ατόμων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να δουν αν η αξία της κολονοσκόπησης στη μείωση της θνησιμότητας θα βελτιωθεί με τον χρόνο. Η επόμενη ανακοίνωσή τους αναμένεται σε δύο χρόνια.

Τι ισχύει

Η κολονοσκόπηση συνιστά την πλέον καθιερωμένη μέθοδο εξέτασης του παχέος εντέρου για σχετικά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου καρκίνου. Εγχώρια, η κολονοσκόπηση συστήνεται να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον από την ηλικία των 50 ετών και κάθε δεκαετία, ωστόσο, καθώς συχνά εκλαμβάνεται ως άβολη επέμβαση, ένα σημαντικό ποσοστό των υποψηφίων την αποφεύγει.

Οι μέχρι πρότινος μελέτες για την αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης, βασίζονται στην παρατήρηση πληθυσμιακών ομάδων που μόνες τους επέλεξαν ή όχι να πραγματοποιήσουν την εν λόγω εξέταση. Όμως, γενικώς στην φαρμακευτική, τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα θεωρείται ότι λαμβάνονται με τον τυχαιοποιημένο διαχωρισμό ενός πληθυσμού και παρότρυνση της μιας υποομάδας προς εφαρμογή της εξεταζόμενης πρακτικής. Η επίμαχη μελέτη είναι η πρώτη τέτοιου τύπου που δημοσιεύεται στην βιβλιογραφία.

Ωστόσο, έχει αναγνωριστεί ότι κάθε ατομική τυχαιοποιημένη μελέτη δεν υπερέχει απαραιτήτως απέναντι σε συγκεκριμένες μελέτες παρατήρησης, καθώς η τυχαιοποιημένη μπορεί να παρουσιάζει ειδικές αδυναμίες. Θα εξετάσουμε παρακάτω τις αδυναμίες της επίμαχης μελέτης, τις οποίες παραλείπουν τα αντίστοιχα δημοσιεύματα.

Πρώτα απ’ όλα, τα δημοσιεύματα διαστρεβλώνουν τα ίδια τα ευρήματα της μελέτης. Συγκεκριμένα, γράφουν:

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: Η μία έκανε έλεγχο εντέρου με κολονοσκόπηση, ενώ η άλλη καμία εξέταση.

Ενώ το αρχικό δελτίο τύπου στο οποίο βασίζονται τα δημοσιεύματα, γράφει:

Υγιή άτομα μεταξύ 55 και 64 ετών, χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: στη μία προσφέρθηκε εξέταση κολονοσκόπησης, ενώ στην άλλη δεν προσφέρθηκε καμιά εξέταση.

Έτσι, τα ποσοστά που αναφέρουν τα δημοσιεύματα, δεν αφορούν μόνο όσους πραγματοποίησαν κολονοσκόπηση, αλλά μια μεγαλύτερη ομάδα, που συμπεριελάμβανε και όσους δέχτηκαν πρόσκληση για εξέταση αλλά δεν την ακολούθησαν.

H εισαγωγική ενότητα (abstract) της μελέτης, κάνει λόγο για γενική αποτελεσματικότητα βάσει του συνόλου που προσκλήθηκε για κολονοσκόπηση.

Εντός της μελέτης, διευκρινίζεται ότι μόλις το 42% ακολούθησε την πρόσκληση της κολονοσκόπησης, και ότι έτσι, η “ειδική” αποτελεσματικότητα της πρακτικής απέναντι στην εμφάνιση καρκίνου ανήλθε σε 31%, ενώ απέναντι στην αποτροπή σχετικού θανάτου, ανήλθε σε 50%.

Ταυτόχρονα με την επίμαχη μελέτη, το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine (NEJM), δημοσίευσε και ένα συνοδευτικό εκδοτικό άρθρο (editorial), που υπογράμμισε τους τρόπους με τους οποίους η μελέτη μπορούσε να παρερμηνευτεί, με αποτέλεσμα την υποτίμηση της πραγματικής αποτελεσματικότητας της κολονοσκόπησης.

Εκτός του γεγονότος ότι οι περισσότεροι προσκεκλημένοι δεν ακολούθησαν την πρόσκληση, το άρθρο σημείωσε ότι η διάρκεια εξέτασης της μελέτης δεν ήταν ακόμη επαρκής ώστε να καταγραφούν όλα τα οφέλη της, ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ιατρών που συμμετείχαν στην μελέτη δε φαίνεται να πληρούσε ικανοποιητικά στάνταρ εντοπισμού όγκων, και ότι ένα μέρος των ασθενών που δεν ακολούθησαν την πρόσκληση ανήκε συχνότερα στην ομάδα χαμηλού ρίσκου, παράγοντες που οδηγούν σε επίπλαστη μείωση αποτελεσματικότητας.

Χαρακτηριστικά, στην επιμελημένη έκδοση της μελέτης, και οι συντάκτες της αναγνώρισαν ότι κρυφοί αστάθμητοι παράγοντες, πιθανόν οδήγησαν σε υποτίμηση της αποτελεσματικότητας της κολονοσκόπησης:

Απόσπασμα από την ενότητα συζήτησης (discussion) της μελέτης.

Την μέρα που δημοσιεύτηκε η μελέτη και τις αμέσως επόμενες, τουλάχιστον 4 αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς (ACS, CCA, ASGE, NCCRT), κατέκριναν τον τρόπο με τον οποίο πολλά ΜΜΕ περιέγραψαν τα ευρήματά της. Οι φορείς υπογράμμισαν ότι μια συνολική ανασκόπηση των επιστημονικών δεδομένων, καταδείκνυε ότι η κολονοσκόπηση παρέμενε η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική για τον εντοπισμό του καρκίνου του παχέος εντέρου. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4]

Αντίστοιχη ήταν η στάση και οι επισημάνσεις πολλών ειδικών ανά τον κόσμο. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4][πηγή 5][πηγή 6][πηγή 7]

Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία, καθώς και το εύρος της στατιστικής αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, η επίμαχη μελέτη δεν καταδεικνύει καμιά σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες.

Τέλος, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η βασική παρανόηση επί των αποτελεσμάτων της μελέτης, οφείλεται στην εστίασή της. Η μελέτη δεν έθεσε ως επίκεντρο την οπτική ενός ασθενή που επιλέγει την εξέταση κολονοσκόπησης, αλλά την οπτική των φορέων υγείας που χρειάζεται να επιλέξουν την συνολικά αποτελεσματικότερη πρόσκληση προς τους ασθενείς. Προφανώς, αν μια ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματική πρακτική τείνει να εφαρμόζεται από σημαντικά περισσότερους προσκεκλημένους, θα είναι αποτελεσματικότερη σε συνολικό επίπεδο δημόσιας υγείας.

Απόσπασμα από την ενότητα συζήτησης (discussion) της μελέτης.

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και άλλες, λιγότερο επεμβατικές εναλλακτικές εξετάσεις του εντέρου εκτός από την κολονοσκόπηση, που αφορούν την αξονική τομογραφία, την εξέταση των κοπράνων ή τον έλεγχο των σωματικών υγρών. Ωστόσο, αυτές οι εξετάσεις χρειάζεται να πραγματοποιούνται συχνότερα, και δεν θεωρούνται κατάλληλες για ασθενείς αυξημένου ρίσκου, ενώ στην τελευταία περίπτωση, δεν έχουν μελετηθεί ακόμη ικανοποιητικά.

Συμπέρασμα

Δεν ισχύει ότι νέα μελέτη έδειξε ότι η κολονοσκόπηση για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου, δεν είναι όσο αποτελεσματική είχε προηγουμένως θεωρηθεί.

Όταν λαμβάνεται υπόψη ότι μόνο το 42% όσων προσκλήθηκαν για κολονοσκόπηση όντως ακολούθησαν την πρόσκληση, τότε η εκτιμώμενη αποτελεσματικότητα της πρακτικής ανέρχεται σε 31% κατά της εμφάνισης τοπικού καρκίνου και 50% κατά του αντίστοιχου θανάτου. Επιπλέον, οι συντάκτες της μελέτης, οι συγγραφείς συνοδευτικού επεξηγηματικού άρθρου, 4 αρμόδιοι φορείς υγείας και πολυάριθμοι ειδικοί ανά τον κόσμο, συναίνεσαν ότι μεθοδολογικοί περιορισμοί της μελέτης, πιθανότατα οδήγησαν σε περαιτέρω υποτίμηση του πραγματικού οφέλους. Έτσι, η επίμαχη μελέτη δεν καταδεικνύει καμιά σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες. Τέλος, οι φορείς υγείας υπογράμμισαν ότι μια συνολική ανασκόπηση των επιστημονικών δεδομένων, καταδείκνυε ότι η κολονοσκόπηση παρέμενε η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική για τον εντοπισμό του καρκίνου του παχέος εντέρου.

Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Κατά την πανδημία της COVID-19, εστίασε στην έρευνα της ψευδοεπιστημονικής παραπληροφόρησης.