Ισχυρισμός:
Νέα έρευνα δείχνει πως οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν περισσότερο και νοσούν βαρύτερα από τους ανεμβολίαστους.
Συμπέρασμα:
Ο ισχυρισμός δε βασίζεται σε κάποια νέα έρευνα, αλλά σε επιστολή καθηγητή στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, στην οποία ο καθηγητής εκφράζει την άποψη του πως είναι αμέλεια να αγνοούμε τους εμβολιασμένους ως πιθανή πηγή μετάδοσης όταν αποφασίζουμε για μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε κανένα σημείο της επιστολής ο καθηγητής δεν αναφέρει, ούτε καν υπαινίσσεται, πως οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν περισσότερο και νοσούν βαρύτερα από τους ανεμβολίαστους. Σειρά έγκριτων μελετών, έχει οδηγήσει σε ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας ότι ο πλήρης εμβολιασμός, μειώνει κατά πολύ τα κρούσματα και τις νοσηλείες COVID-19 που προκύπτουν λόγω του στελέχους Δέλτα.
Στις αρχές Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε σε ιστολόγια και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο ισχυρισμός ότι, σύμφωνα με νέα έρευνα, τα εμβολιασμένα άτομα μεταδίδουν περισσότερο και νοσούν πιο βαριά από τους ανεμβολίαστους. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός δε βασίζεται σε έρευνα, αλλά σε επιστολή καθηγητή σε επιστημονικό περιοδικό. Επίσης, ο εξεταζόμενος ισχυρισμός είναι ψευδής καθώς η προαναφερθείσα επιστολή δεν κάνει σε κανένα σημείο αναφορά σε αύξηση μετάδοσης και βαρύτητας της νόσου COVID-19 σε εμβολιασμένους.
Παραδείγματα: nikosantoniadis.tv, togethergreece.com, makeleio.gr
Παράδειγμα σχετικής ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
Τι ισχύει
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, τα εξεταζόμενα δημοσιεύματα δεν βασίζονται σε επιστημονική μελέτη, αλλά σε επιστολή του καθηγητή Günter Kampf που εστάλη στο περιοδικό The Lancet στις 19 Νοεμβρίου 2021 και δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2021.
Όπως είναι γνωστό, το εν λόγω περιοδικό δε δημοσιεύει μόνο πρωτότυπες έρευνες που υπόκεινται σε εξέταση από ομότιμους (peer review) προκειμένου να διαπιστωθεί η εγκυρότητα τους. Δημοσιεύει επίσης άρθρα επικαιρότητας, άρθρα γνώμης και, όπως στην προκειμένη περίπτωση, επιστολές για θέματα γενικού ενδιαφέροντος για τους αναγνώστες του. Όπως τονίζει το περιοδικό, ειδικά στο θέμα των επιστολών, αυτές δεν ελέγχονται από ομότιμους ώστε να διαπιστωθεί η επιστημονική εγκυρότητα τους.
Η επιστολή του καθηγητή Günter Kampf
Ο καθηγητής ξεκινά με την υπόθεση πως η επιδημιολογική συνάφεια μεταξύ εμβολιασμένων για την COVID-19 και κρουσμάτων της νόσου αρχίζει να αυξάνεται. Συνεχίζει αναφέροντας πως στο Ηνωμένο Βασίλειο το 39% των περιπτώσεων μόλυνσης σε επαφές που είχαν μέλη πλήρως εμβολιασμένων νοικοκυριών ήταν και αυτά πλήρως εμβολιασμένα άτομα.
Στη Γερμανία, το ποσοστό συμπτωματικών κρουσμάτων μεταξύ εμβολιασμένων (breakthrough cases) καταγράφεται κάθε εβδομάδα από τον Ιούλιο του 2021. Συγκεκριμένα, στις 21 Ιουλίου 2021, και σε ηλικίες άνω των 60 ετών, το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 16.9%. Στις 27 Οκτωβρίου του 2021, το ποσοστό αυτό είχε ανέβει στο 58.9%. Παραθέτει επίσης στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μεταξύ της 39ης και της 42ης εβδομάδας του έτους καταγράφηκαν συνολικά 100,160 νέες μολύνσεις σε άτομα άνω των 18, από τις οποίες οι 89,821, το 89.7%, σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα.
Μαύρο: το ποσοσό πλήρως εμβολιασμένων άνω των 60 ετών.
Σύμφωνα με τον πίνακα που παρουσιάζει στην επιστολή του, ο Dr. Kampf θεωρεί πως τα στοιχεία δείχνουν αυξανόμενη συσχέτιση των πλήρων εμβολιασμένων ως πιθανή πηγή μετάδοσης. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως είναι αμέλεια να αγνοούμε τους εμβολιασμένους ως πιθανή πηγή μετάδοσης όταν αποφασίζουμε για μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.
Ένα ζήτημα της επιστολής και της ανάλυσης του Dr. Kampf είναι η επάρκεια δεδομένων για να τεκμηριωθεί αυτή η υπόθεση, καθώς και η εξήγηση του γιατί βλέπουμε εμβολιασμένους να νοσούν (φαινόμενο γνωστό στην επιδημιολογία ως “breakthrough case”), κάτι με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, σε κανένα σημείο της επιστολής του ο καθηγητής δεν αναφέρει, ούτε καν υπαινίσσεται, πως οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν περισσότερο και νοσούν βαρύτερα από τους ανεμβολίαστους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Dr. Kampf είχε υποστηρίξει σε παλιότερη επιστολή του, ότι τα ισχυρά μέτρα που έχουν σκοπό τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, όπως τα lockdown, αντιθέτως συχνά την επιβαρύνουν περισσότερο. Ωστόσο, όπως έχουμε εξηγήσει σε παλιότερο άρθρο μας, δεν έχει βρεθεί αυξημένη τάση θανάτων σε σχέση με αντίστοιχα μέτρα σε περιοχές χαμηλής επιβάρυνσης COVID-19, ενώ αντίθετα, έχει τεκμηριωθεί ιδιαίτερα αυξημένη τάση θανάτων σε περιοχές που δεν έλαβαν εγκαίρως αντίστοιχα μέτρα.
Τι συμβαίνει με τις περιπτώσεις μόλυνσης εμβολιασμένων (breakthrough cases)
Κανένα εμβόλιο μέχρι σήμερα δεν είναι 100% αποτελεσματικό στην προστασία έναντι της απλής νόσησης. Η πιθανότητα ένας πλήρως εμβολιασμένος να νοσήσει είναι υπαρκτή, αλλά σημαντικά μικρότερη σε σχέση με το αν είναι ανεμβολίαστος. Όπως αναφέρει ανασκόπηση του CDC, σε περίπτωση μόλυνσης πλήρως εμβολιασμένου ατόμου, τα συμπτώματα είναι ηπιότερα, έχει λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξει σοβαρή ασθένεια, και ο κίνδυνος νοσηλείας ή θανάτου είναι σημαντικά μικρότερος σε σχέση με άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο Dr. Kampf επικαλείται μια μελέτη που δεν εντόπισε διαφορά στη μεταδοτικότητα όσων εμβολιασμένων νόσησαν με COVID-19, συγκριτικά με τους ανεμβολίαστους. Ωστόσο, η μελέτη έδειξε περίπου 50% προφύλαξη από μόλυνση για τους εμβολιασμένους, που σε χώρους αμιγώς εμβολιασμένων, μεταφράζεται σε 75% μείωση κρουσμάτων. Επίσης, επρόκειτο για σχετικά μικρή μελέτη που δε μπόρεσε να λάβει υπόψη την αποτελεσματικότητα διαφορετικών εμβολίων ή τη διαφοροποίησή της προστασίας από μετάδοση σε βάθος χρόνου. Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε εξηγήσει πως, σύμφωνα με τις πλέον αξιόπιστες μελέτες, ο πλήρης εμβολιασμός με Pfizer/BioNTech στους 3 μήνες, μειώνει και την πιθανότητα μετάδοσης για όσους εμβολιασμένους τελικά νοσήσουν, και συνολικά, μειώνει κατά 95% την εμφάνιση κρουσμάτων του στελέχους Δέλτα σε χώρους αμιγώς εμβολιασμένων.
Όσον αφορά την προστασία που παρέχει ο εμβολιασμός από βαριά νόσηση, σε προηγούμενα άρθρα μας έχουμε εξηγήσει ότι έπειτα από εκτενείς μελέτες, η ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας είναι ότι η εν λόγω προστασία παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε βάθος μηνών, ως προς το στέλεχος Δέλτα.
Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου φαίνεται πως οι εμβολιασμένοι νοσούν περισσότερο από ανεμβολίαστους
Με αυτό το φαινόμενο έχουμε επίσης ασχοληθεί σε προηγούμενο άρθρο μας. Μία σημαντική παρανόηση που παρατηρείται στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι ότι η αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης υποτίθεται πως αυξάνει αναλογικά τη συχνότητα των περιστατικών COVID-19 στους εμβολιασμένους, ενώ στην πραγματικότητα η σχέση είναι εκθετική, και μεγαλώνει ταχύτερα όσο η κάλυψη πλησιάζει στο 100%. Αυτό συμβαίνει επειδή η αύξηση του ποσοστού των εμβολιασμένων, ταυτόχρονα μειώνει το ποσοστό των ανεμβολίαστων.
Όπως εξηγεί η Katelyn Jetelina, επιδημιολόγος και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Χιούστον, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό εμβολιασμένων σε ένα πληθυσμό, τόσο θα ακούμε για περισσότερες breakthrough cases, δηλαδή περιπτώσεις εμβολιασμένων που μολύνονται και εκδηλώνουν συμπτωματική ασθένεια. Είναι κάτι που όχι απλά το περιμένουμε στη θεωρία, αλλά το έχουμε δει στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ινδία, στην Ινδονησία και στη Ρωσία. Αρχικά υπήρξαν υποθέσεις πως αυτό σήμαινε ότι το στέλεχος Δέλτα μπορούσε να διαφύγει της προστασίας των εμβολίων, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Επικαλούμενη δήλωση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας του Ισραήλ, καθηγητή Chevy Levy, ο τρόπος που διατυπώνεται η είδηση παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως είπε ο Dr. Levy:
Tο να πούμε πως «οι μισοί από τους μολυσμένους ήταν εμβολιασμένοι» είναι εντελώς διαφορετικό από το να πουμε πως «οι μισοί εμβολιασμένοι μολύνθηκαν».
Αν τυχόν συσχετίσουμε αυτές τις δύο δηλώσεις πέφτουμε σε μια πλάνη που στην επιδημιολογία ονομάζεται “base rate bias“, ή σε ελεύθερη απόδοση «μεροληψία βασικού ποσοστού». Για να εξηγήσει πόσο σημαντική είναι μια τέτοια συσχέτιση, η Dr. Jetelina έδωσε δυο παραδείγματα σε σχετικό άρθρο της:
Στο πρώτο παράδειγμα, σε σύνολο 100 ατόμων με ποσοστό εμβολιασμού 100%, εμφανίζεται μια νέα μόλυνση. Συνεπώς, μπορούμε να πουμε πως το ποσοστό των breakthrough cases είναι 100%. Αυτό όμως δε σημαίνει πως όλοι οι εμβολιασμένοι νόσησαν, απλά πως όλοι όσοι νόσησαν (στο παράδειγμα μας μόνο ένα άτομο) ήταν εμβολιασμένοι.
yourlocalepidemiologist.substack.com
Στο δεύτερο παράδειγμα, βασιζόμενη σε στοιχεία από το Ισραήλ όπου το ποσοστό εμβολιασμένων (όταν γράφτηκε το άρθρο της) έφτανε το 85%, μας παρουσιάζει ένα σύνολο 100 ατόμων με ποσοστό εμβολιασμού 85%, δηλαδή 85 άτομα εμβολιασμένα και 15 ανεμβολίαστα. Με 4 μολύνσεις, δύο στην ομάδα των εμβολιασμένων και δύο στην ομάδα των ανεμβολίαστων, εαν δεν λάβουμε υπόψιν μας τη διαφορά στα μεγέθη των δύο ομάδων, θα μπορούσαμε να πουμε πως το ποσοστό μολύνσεων είναι 50%. Ένα τέτοιο συμπέρασμα όμως θα ήταν λανθασμένο.
Αν κάνουμε αναγωγή στον αριθμό ατόμων που περιλαμβάνουν οι δύο ομάδες, θα βρούμε πως το ποσοστό μόλυνσης μεταξύ των εμβολιασμένων είναι 2.3%, ενώ μεταξύ των ανεμβολίαστων είναι 13.3%. Τα ποσοστά αυτά βέβαια είναι ενδεικτικά μόνο για τους σκοπούς του παραδείγματος αλλά είναι προφανές πως, για να κρίνουμε σωστά τα δεδομένα των breakthrough cases και το γιατί παρουσιάζονται κρούσματα ακόμα και σε πλήρως εμβολιασμένους πληθυσμούς, δεν αρκεί απλά να γνωρίζουμε το ποσοστό των εμβολιασμένων που ασθένησαν. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε αρχικά την αναλογία εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων στον εν λόγω πληθυσμό, τον τύπο και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων που ανέπτυξαν όσοι νόσησαν, αν τα άτομα αυτά ήταν πλήρως εμβολιασμένα, καθώς και το αν παρουσίαζαν συννοσηρότητες που τυχόν επιβάρυναν το ανοσοποιητικό τους σύστημα ή περιόριζαν σημαντικά την ανοσία που προσέφεραν τα εμβόλια. Η τελευταία παράμετρος είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν μιλάμε για την ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών.
Σε προηγούμενα άρθρα μας έχουμε εξηγήσει ότι η σύγκριση κρουσμάτων μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει αποβεί ιδιαίτερα παραπλανητική. Καταρχάς, ο αρμόδιος θεσμός υγείας UKHSA εξήγησε ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, οι οποίες αναμενόμενα επηρεάζουν σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής τους στα καταγεγραμμένα κρούσματα:
• Οι πλήρως εμβολιασμένοι μπορεί να είναι πιο επιφυλακτικοί με την υγεία τους, να εξετάζονται συχνότερα για την COVID-19 και επομένως, να εντοπίζονται συχνότερα ως κρούσματα. (Βάσει δεδομένων που παρέχονται από το πρόγραμμα ανίχνευσης κρουσμάτων του θεσμού NHS.)
• Πολλοί από όσους ήταν σε πρώτη προτεραιότητα για εμβολιασμό, βρίσκονταν σε υψηλότερο κίνδυνο νόσησης COVID-19 λόγω της ηλικίας τους, του επαγγέλματός τους, της οικογενειακής τους κατάστασης ή υποκείμενων προβλημάτων υγείας τους.
• Οι πλήρως εμβολιασμένοι και οι μη μπορεί να συμπεριφέρονται διαφορετικά, ειδικά όσον αφορά τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις τους, και επομένως μπορεί να έχουν διαφορετικά επίπεδα έκθεσης στο νέο κορωνοϊό.
• Τα άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί είναι πιο πιθανό να έχουν κολλήσει COVID-19 τις εβδομάδες ή τους μήνες πριν από την περίοδο που αφορά η έκθεση. Αυτό τους δίνει κάποια φυσική προστασία στον ιό για μερικούς μήνες, κάτι που μπορεί να συνέβαλε στη μείωση του ποσοστού τους στα κρούσματα τις τελευταίες εβδομάδες.
Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζουν και οι εκτιμήσεις του μεγέθους του εκάστοτε πληθυσμού, όπως τόνισε ο UKHSA και στην πιο πρόσφατη σχετική του έκθεση. Συγκεκριμένα, όταν χρησιμοποιούνται τα ακριβέστερα στατιστικά εμβολιαστικής κάλυψης για τις νεαρότερες ηλικίες, φαίνεται ότι οι ανεμβολίαστοι νοσούν πολύ συχνότερα ως προς το μέγεθος του πληθυσμού τους:
Συμπέρασμα
Τα υπό εξέταση δημοσιεύματα δε βασίζονται σε κάποια νέα έρευνα, αλλά σε επιστολή καθηγητή στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, στην οποία ο καθηγητής εκφράζει την άποψη του πως είναι αμέλεια να αγνοούμε τους εμβολιασμένους ως πιθανή πηγή μετάδοσης όταν αποφασίζουμε για μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε κανένα σημείο της επιστολής ο καθηγητής δεν αναφέρει, ούτε καν υπαινίσσεται, πως οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν περισσότερο και νοσούν βαρύτερα από τους ανεμβολίαστους. Σειρά έγκριτων μελετών, έχει οδηγήσει σε ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας ότι ο πλήρης εμβολιασμός, μειώνει κατά πολύ τα κρούσματα και τις νοσηλείες COVID-19 του στελέχους Δέλτα.