Ποιοι είμαστε
Αρχική Δεν ισχύει ότι όσοι προσέρχονται για εμβολιασμό υπογράφουν πως παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αποζημίωσηςΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Δεν ισχύει ότι όσοι προσέρχονται για εμβολιασμό υπογράφουν πως παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αποζημίωσης

26 Δεκ
2021

@ |

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 2 έτη.

Ισχυρισμός 1:

Όσοι προσέρχονται για εμβολιασμό υπογράφουν πως παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αποζημίωσης.

Συμπέρασμα 1:

Οι πολίτες που προσέρχονται στα εμβολιαστικά κέντρα για να λάβουν εμβόλιο κατά της COVID-19 δεν συμπληρώνουν καμία γραπτή προκαταβολική παραίτηση άσκησης δικαιωμάτων αγωγής αποζημίωσης, ούτε υπάρχει νομικά αποκλεισμός της οδού δικαστικής αποζημίωσης για ενδεχόμενες βλάβες εξαιτίας εμβολιασμού.

Ισχυρισμός 2:

Όσοι εμβολιάζονται συναινούν ότι εντάσσονται σε κλινική μελέτη.

Συμπέρασμα 2:

Ένας άνθρωπος που υπόκειται σε έρευνα (όπως για παράδειγμα συμμετοχή σε κλινική μελέτη) θα πρέπει να έχει ενημερωθεί ιδίως «ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος πιθανών κινδύνων, τα δικαιώματα προστασίας του ατόμου, τον εθελοντικό χαρακτήρα συμμετοχής στην έρευνα και χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα και τη δυνατότητα ελεύθερης ανάκλησης της παρεχόμενης συναίνεσης» και η συναίνεση αυτή θα πρέπει να είναι «ελεύθερη, ανεπιφύλακτη, ειδική και τεκμηριωμένη», σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται απλώς με την προσέλευση ενός προσώπου για εμβολιασμό κατά της COVID-19, ώστε να ευσταθεί ότι όσοι συμφωνούν να εμβολιαστούν αυτομάτως συναινούν ότι συμμετέχουν σε κλινική μελέτη.

Ισχυρισμός 3:

Η άδεια υπό όρους που δόθηκε για τα εμβόλια κατά της COVID-19 που χρησιμοποιούνται αυτη τη στιγμή απαλλάσσει πλήρως τις εταιρείες ανάπτυξης και παραγωγής των εμβολίων και τα κράτη από την υποχρέωση αποζημίωσης.

Συμπέρασμα 3:

Οι εταιρίες ανάπτυξης και παραγωγής των εμβολίων εξακολουθούν να έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις έναντι των ευρωπαϊκών αρχών στο θέμα τήρησης των όρων της χορηγηθείσας άδειας, και έναντι των πολιτών για την ασφαλή χρήση τους. Δεν έχουν λάβει κάποια πλήρη και προκαταβολική απαλλαγή. Το πλαίσιο ευθύνης που ορίζεται στην ευρωπαϊκή οδηγία για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων δεν έχει τροποποιηθεί. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη, στις συμφωνίες προαγοράς έχουν δεσμευθεί να αποζημιώνουν για ενδεχόμενες ευθύνες που προκύπτουν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και η ακριβής μέθοδος αποζημίωσης πολιτών επαφίεται σε κάθε κράτος-μέλος.

Μεγάλη διάδοση γνώρισε το Δεκέμβριο του 2021 απόσπασμα δηλώσεων που έκανε ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, Κωνσταντίνος Πουλάς. Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του τηλεοπτικό σταθμό Alert TV, ο κ. Πουλάς υποστήριξε ότι όσοι προσέρχονται για εμβολιασμό υπογράφουν ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα αποζημίωσης. Ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

Παραδείγματα: pronews.gr, press-gr.com, makeleio.gr, nikolaosanaximandros.gr, corfuvoice.gr, greeknewsondemand.com, katohika.gr, neapierias.com

Στις 14 Δεκεμβρίου 2021 ο κ. Πουλάς ήταν καλεσμένος στο «Ανατρεπτικό Δελτίο» Alert TV όπου και ανέφερε τα ακόλουθα:

Όποιος εμβολιάζεται, προσέρχεται δηλαδή στα εμβολιαστικά κέντρα, υπογράφει ενημερωμένη συγκατάθεση. Δηλαδή απαρνείται τη στιγμή αυτή που υπογράφει αυτή τη συναίνεση, την οποιαδήποτε αποζημίωση ή δικαίωμα αποζημίωσης. Αυτό είναι που ανησυχεί τις εταιρίες.

Σε κάποιες χώρες, λοιπόν, δεν έχουν δεχτεί οι χώρες να δώσουν αυτό το ελεύθερο αποζημιώσεων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, και η χώρα μας συνεπώς, απ’ την ώρα που ο καθένας που εμβολιάζεται υπογράφει ότι ενημερώθηκε, δε δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση – όχι βέβαια από αυτόν που τον εμβολιάζει, τον υπάλληλο) – ούτε από την πολιτεία, ούτε από την εταιρία. Γιατί συμμετέχει σε αυτήν τη μαζική προσπάθεια εμβολιασμού. Άρα απαρνείται.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί τα προϊόντα, τα σκευάσματα αυτά, είναι αδειοδοτημένα υπό όρους. Δεν έχουνε μόνιμη αδειοδότηση, δεν έχουν έγκριση. Άρα λοιπόν η εταιρία συνεχίζει να εμβολιάζει για ένα, δύο ή τρία χρόνια, θα να ανανεώνει κατ’ έτος – αν τα καταφέρνει – την υπό όρους άδειά της, και θα μαζέψει τα αποτελέσματα το 2023, και θα γυρίσει και θα πει “πέτυχε” ή “δεν πέτυχε” το πρόγραμμα. Άρα, οι συνάνθρωποί μας προσέρχονται γνωρίζοντας ότι το προϊόν δεν είναι επαρκώς μελετημένο, [πως] δεν έχουμε επαρκή δεδομένα.

Μπορείτε να παρακολουθείστε τις δηλώσεις του κ. Πουλά στο ακόλουθο βίντεο:

Τι ισχύει

Αρχικά πρέπει να τονίσουμε πως δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη πληροφορία ή πηγή που να επιβεβαιώνει με οποιονδήποτε τρόπο ότι όσοι προσέρχονται για εμβολιασμό έναντι της COVID-19 υπογράφουν παραίτηση από δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, όπως προσφυγών, αγωγών και ούτω καθεξής.

Για την ακρίβεια, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό εγχειρίδιο που έχει εκδώσει (και κατά καιρούς επικαιροποιεί) το ελληνικό Υπουργείο Υγείας για το προσωπικό των εμβολιαστικών κέντρων, δεν προβλέπεται κάποια υποχρεωτική συμπλήρωση και υπογραφή εγγράφου από τον ίδιο τον πολίτη, αλλά δίνεται προφορική και απλή έντυπη ενημέρωση:

Οι πολίτες προσέρχονται στα Εμβολιαστικά Κέντρα με προκαθορισμένο ραντεβού. Κατά την προσέλευση γίνεται έλεγχος του ραντεβού και καταχώρηση στο ηλεκτρονικό σύστημα. Στη συνέχεια το κοινό ενημερώνεται με το φυλλάδιο με τις «πληροφορίες για τον εμβολιασμό COVID-19» (Παράρτημα Α) και συμπληρώνεται το έντυπο «Ιατρικό ιστορικό – Σύσταση Εμβολιασμού» για τυχόν αντενδείξεις πριν τον εμβολιασμό (Παράρτημα Β). Με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και την κλινική κατάσταση του προσερχόμενου πολίτη, ο ιατρός του Εμβολιαστικού Κέντρου παίρνει την απόφαση για την πραγματοποίηση ή όχι του εμβολιασμού.

Παράρτημα Β: «Ιατρικό ιστορικό – Σύσταση Εμβολιασμού». [πηγή]

Επομένως δεν υπάρχει κάποια θεσμοθετημένη, έγγραφη, συναίνεση για τον εμβολιασμό κατά της COVID-19, και οι προσερχόμενοι στα εμβολιαστικά κέντρα δεν υποβάλλουν γραπτώς καμία δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα απαίτησης αποζημίωσης για ενδεχόμενη βλάβη τους εξαιτίας εμβολίου. Οι οδηγίες προς τα εμβολιαστικά κέντρα δεν περιέχουν καμία άλλη άμεση ή έμμεση αποθάρρυνση άσκησης νομίμων δικαιωμάτων στο θέμα αυτό, ενώ, παράλληλα δίνονται στοιχειώδεις οδηγίες υποβολής αναφοράς και ενημέρωσης για πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια.

Σε κάθε περίπτωση, η συναίνεση για μια ιατρική πράξη, κατόπιν κατάλληλης ενημέρωσης του εκάστοτε ασθενή, δεν είναι υποχρεωτικό να είναι γραπτή, αλλά εξετάζονται ουσιαστικά στοιχεία εγκυρότητας της συναίνεσης όπως αναφέρεται στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3425/2005, άρθρα 11 & 12).

Αυστηρότερες είναι οι προϋποθέσεις για συναίνεση συμμετοχής σε «ιατρική έρευνα» (άρθρο 24), όπου προβλέπεται ότι ο άνθρωπος που υπόκειται σε έρευνα (όπως για παράδειγμα συμμετοχή σε κλινική μελέτη) θα πρέπει να έχει ενημερωθεί ιδίως «ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος πιθανών κινδύνων, τα δικαιώματα προστασίας του ατόμου, τον εθελοντικό χαρακτήρα συμμετοχής στην έρευνα και χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα και τη δυνατότητα ελεύθερης ανάκλησης της παρεχόμενης συναίνεσης» και η συναίνεση αυτή θα πρέπει να είναι «ελεύθερη, ανεπιφύλακτη, ειδική και τεκμηριωμένη.

Κανένα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει κατά την προσέλευση ενός ανθρώπου σε εμβολιαστικό κέντρο, ώστε να θεωρηθεί ότι εξέφρασε έγκυρη συναίνεση για άμεση συμμετοχή και ένταξή του σε εξελισσόμενη κλινική μελέτη εμβολίου.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα στο αστικό δίκαιο, όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία, η σιωπή του δικαιούχου ενός δικαιώματος δεν συνιστά δικαιοπραξία παραίτησης από αυτό, καθώς δεν περιέχει δήλωση βούλησης περί παραίτησης.

Η παροχή σε άτομα που υπέστησαν σοβαρή βλάβη εξαιτίας εμβολίου, ανεξαρτήτως του αν θεωρείται υπεύθυνη η εταιρεία για την εν λόγω παρενέργεια (“no-fault”), είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό καθιερωμένη στον δυτικό κόσμο, όπως εξηγήσαμε σε παλαιότερο άρθρο μας. Σχετική ανάλυση του 2020 βρήκε ότι 25 χώρες διέθεταν τέτοια προγράμματα ήδη πριν την έναρξη της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων 16 ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ενδεικτικά, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Γαλλία, τη Δανία, τη Νορβηγία, υπάρχουν ειδικές ή γενικές νομοθετικές διατάξεις για αποζημίωση παθόντων από ανεπιθύμητες ενέργειες. Τον Φεβρουάριο του 2021, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ξεκίνησε σχετικό πρόγραμμα και για 92 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ανά τον κόσμο, που προμηθεύονταν δωρεάν εμβόλια κατά του κορωνοϊού μέσω του προγράμματος-πρωτοβουλίας COVAX.

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο με το οποίο κυκλοφορούν τα εν λόγω εμβόλια στην ΕΕ, πρόκειται πράγματι για άδειες χρήσης υπό όρους, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι καθιστούν υπεύθυνες για την ασφάλειά τους τις εταιρείες που παράγουν τα εμβόλια. Όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο τμήμα “Ερωτήσεις και απαντήσεις: Άδεια κυκλοφορίας υπό όρους για εμβόλια κατά της COVID-19 στην ΕΕ”:

Στην περίπτωση της άδειας κυκλοφορίας υπό όρους της ΕΕ, η ευθύνη βαρύνει τον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας. Ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας θα είναι υπεύθυνος για το προϊόν και την ασφαλή χρήση του.

Η άδεια κυκλοφορίας υπό όρους ισχύει για περίοδο ενός έτους, είναι ανανεώσιμη και συνεπάγεται για τον κάτοχό της τα ίδια δικαιώματα και ευθύνες με τις συνήθεις άδειες κυκλοφορίας. Επιπλέον, ο κάτοχος μιας τέτοιας άδειας έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως η ολοκλήρωση μελετών που βρίσκονται σε εξέλιξη ή η διεξαγωγή νέων μελετών εντός καθορισμένης προθεσμίας, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι το ισοζύγιο οφέλους/κινδύνου παραμένει θετικό.

Μάλιστα, όπως αναφέρει και σχετικό ρεπορτάζ του Politico, η επιμονή της ΕΕ ώστε οι εν λόγω εταιρείες να παραμείνουν νομικά υπόλογες για τα εμβόλιά τους, αποτέλεσε έναν εκ των βασικών λόγων που οι εμβολιασμοί καθυστέρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.

Το Φεβρουάριο του 2021, τέθηκε ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο αναφορικά με τις ακριβείς μεθόδους αποζημίωσης σε περίπτωση εμφάνισης σοβαρών παρενεργειών από τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού SARS-CoV-2. Η Επίτροπος Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων της ΕΕ, Στέλλα Κυριακίδου, απάντησε ότι νομικά, η ΕΕ δεν επιτρέπεται να ορίσει το ακριβές πλαίσιο και η διαχείριση του ζητήματος επαφίεται στο κάθε κράτος μέλος της Ένωσης.

Στον ιστότοπο της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, σε πεδίο σχετικό με την «ευθύνη και αποζημίωση» για τα εμβόλια κατά της COVID-19, διαβάζουμε τα εξής:

Έχει κάνει η Επιτροπή παραχωρήσεις όσον αφορά την ευθύνη του τομέα, ιδίως όσον αφορά την αποζημίωση για ορισμένες ευθύνες;

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε συμφωνία που συνάπτει για την εξασφάλιση εμβολίων μέσω της στρατηγικής για τα εμβόλια συμμορφώνεται απόλυτα με την ενωσιακή νομοθεσία. Οι συμβάσεις που διαπραγματεύεται η Επιτροπή σέβονται και προστατεύουν πλήρως τα δικαιώματα των πολιτών, σύμφωνα με την οδηγία για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων.

Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων, η ευθύνη εξακολουθεί να βαρύνει την εταιρεία. Ωστόσο, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι πιθανοί κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι παρασκευαστές λόγω του ασυνήθιστα μικρότερου χρονικού διαστήματος για την ανάπτυξη εμβολίων, οι συμφωνίες προαγοράς προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη αποζημιώνουν τον παρασκευαστή για ενδεχόμενες ευθύνες που προκύπτουν, μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στις συμφωνίες προαγοράς.

Η Επιτροπή κατέστησε σαφές καθ’ όλη τη διάρκεια της υλοποίησης της στρατηγικής για τα εμβόλια ότι δεν είναι διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς ως προς την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων που ισχύουν για τη διάθεση ενός φαρμάκου στην αγορά. Οι εν λόγω αρχές ισχύουν εξίσου για κάθε ρήτρα αποζημίωσης που διαπραγματεύεται η Επιτροπή.

Ως εκ τούτου, οι διατάξεις σχετικά με την ευθύνη και την αποζημίωση δεν μεταβάλλουν κατ’ ουδένα τρόπο τον κανονιστικό φόρτο των εταιρειών να αποδείξουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των προϊόντων τους. Κάθε εμβόλιο που διατίθεται στην αγορά πρέπει να πληροί τις αναγκαίες απαιτήσεις ασφάλειας και να υποβάλλεται σε ανεξάρτητη επιστημονική αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας κυκλοφορίας στην αγορά της ΕΕ.

Όσον αφορά την Ελλάδα, επί του παρόντος δεν έχει καταρτιστεί σαφές νομικό πλαίσιο για κρατική, ενδεχομένως, εγγυητική ευθύνη σε περίπτωση σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών, δεν έχει αποκλειστεί, ωστόσο, καμία νόμιμη οδός διεκδίκησης ευθυνών έναντι παρασκευάστριας εταιρίας ή του δημοσίου.

Πρόσφατα, μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εξέδωσε απόφαση [ΣτΕ 622/2021 (Τμ. Α’)] που έκανε λόγο για κρατική ευθύνη αποκατάστασης ασθενών που υπέστησαν ανεπιθύμητη ενέργεια εμβολίου, τόσο για υλική, όσο και για ηθική βλάβη, υποχρέωση που πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, η απόφαση αφορούσε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό με το εμβόλιο MMRII, και το δικαστήριο απεφάνθη ότι, σε περίπτωση που επέρχεται βλάβη της υγείας προσώπου εξαιτίας νόμιμου εμβολιασμού, ανακύπτει εκ των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση τόσο υλικής όσο και ηθικής βλάβης του παθόντος. Η ευθύνη αυτή ενεργοποιείται, όταν προκαλείται στον παθόντα «βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος». Εν προκειμένω, η βλάβη που προκλήθηκε σε κορίτσι από τον εμβολιασμό κρίθηκε πως συνιστούσε υπέρμετρη θυσία, χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου.

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικούς νομικούς σχολιασμούς για το ευρύτερο πλαίσιο της απόφασης εδώ, και μια απλούστερη περιγραφή εδώ.

Όσον αφορά το εάν η απόφαση αυτή θα μπορούσε εμμέσως να αφορά ή να προεικονίζει την ενδεχόμενη ευθύνη εταιριών ή κράτους προς αποκατάσταση σπάνιων ζημιών από εμβόλια κατά της COVID-19, ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Αντώνης Καραμπατζός, σε άρθρο του το Μάιο του 2021 στο «Βήμα της Κυριακής», σχολίασε τα εξής:

Μία πολιτεία έχει σε τέτοιες περιπτώσεις δύο, κατά βάσιν, επιλογές: είτε να αφήσει να επωμιστεί τη ζημία το ίδιο το άτυχο μέλος της κοινότητας (casum sentit dominus) είτε να επιμερίσει το κόστος της αποζημίωσης σε ολόκληρη την κοινότητα, προβλέποντας κρατική ευθύνη προς αποζημίωση.

Εν προκειμένω, φρονώ ότι πρωτίστως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έχει τα χαρακτηριστικά ενός συλλογικού εγχειρήματος, το οποίο στηρίζεται σε μία βασική παραδοχή περί αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της κοινότητας: ότι δηλαδή όλοι μαζί υποχρεούμαστε να συμμετάσχουμε στο εγχείρημα για το καλό της κοινότητας αλλά και ημών των ιδίων, στο πλαίσιο δε αυτό αναλαμβάνουμε και το καθήκον να αποζημιώσουμε εκείνο το μέλος στο οποίο θα τύχει –χωρίς το ίδιο να φέρει καμία ευθύνη– ο κακός κλήρος της μιας φοράς στο εκατομμύριο. Η ίδια συλλογιστική περί κοινωνικοποίησης της σπάνιας ζημίας μάλλον ισχύει και για εθνικά προγράμματα εμβολιασμού όπως το τρέχον κατά του κορωνοϊού, τα οποία, μολονότι δεν έχουν ευθέως υποχρεωτικό χαρακτήρα, φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά: συλλογικό εγχείρημα – βάση αλληλεγγύης. Δεν θα ισχύει, ωστόσο, το ίδιο στην περίπτωση που κάποιο άτομο κάνει ένα εξειδικευμένο εμβόλιο προκειμένου να ταξιδέψει σ’ έναν εξωτικό προορισμό: εδώ θα έχει ισχύ ο κανόνας της ατομικής ανάληψης του κινδύνου, η κακή τύχη δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί.

Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι, στις περιπτώσεις που μας απασχολούν, μπορεί να τίθεται και ζήτημα ευθύνης των φαρμακευτικών εταιρειών ως παραγωγών ελαττωματικών προϊόντων (βλ. Οδηγία 85/374/ΕΟΚ, άρ. 6 ν. 2251/1994). Οι εταιρείες, πάντως, μπορούν να απαλλαγούν από την ευθύνη τους, αν αποδείξουν ότι κατά τον χρόνο διάθεσης ενός εμβολίου και με βάση το τότε υφιστάμενο επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν συγκεκριμένες παρενέργειές του. Προς την ίδια κατεύθυνση, μάλιστα, στις Συμφωνίες Προαγοράς των εμβολίων για τον κορωνοϊό, που υπέγραψαν ΕΕ και παρασκευαστές των εμβολίων, προβλέφθηκε ότι τα κράτη-μέλη θα αποζημιώνουν τους παρασκευαστές εφόσον προκύψει ευθύνη των τελευταίων έναντι εμβολιασθέντων, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Η πρόβλεψη αυτή αποσκοπεί στο να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος έκθεσης σε αποζημιωτικές αξιώσεις που ανέλαβαν οι παρασκευαστές, λόγω του ασυνήθιστα μικρού χρονικού διαστήματος που είχαν για την ανάπτυξη των νέων εμβολίων και της ταχείας διαδικασίας κρατικής αδειοδότησης. Συναφώς, προσφέρει προστασία στην τόσο αναγκαία φαρμακευτική καινοτομία.

Προβλέψεις όπως η τελευταία, αλλά και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ αναδεικνύουν, εν τέλει, τον –εξίσου αναγκαίο– εγγυητικό ρόλο του κράτους, τον ρόλο του δηλαδή ως έσχατου καταφυγίου για την αντιμετώπιση σπάνιων ατυχιών.

Σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου για το ίδιο θέμα, αναφέρθηκαν τα εξής:

Ο δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση που κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση του ΣτΕ, Πάνος Μπιτσαξής, διαφωνεί με τη θεώρηση της υπόθεσης ότι «ανοίγει ο δρόμος αποζημιώσεων προς τα εμβόλια στον βαθμό που δεν έχουν καταστεί υποχρεωτικά». Εφόσον δεν θα δίνεται όμως άλλη διέξοδος σε ομάδες του πληθυσμού, όπως π.χ. ειδικά επαγγέλματα ή ηλικιακές κατηγορίες, και προκύψει πρόβλημα χωρίς να υπάρχει παράλειψη του Δημοσίου ή άλλη πλημμέλεια (π.χ. ελαττωματική παρτίδα), τότε η απόφαση που αφορά την πελάτισσά του συμφωνούν όλοι οι νομικοί ότι ισχύει απόλυτα. Ο κ. Μπιτσαξής επισημαίνει ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας «σημαίνει κάτι πολύ γενικότερο από το επίδικο θέμα. Ότι το κράτος οφείλει να εγγυάται το ατομικό δικαίωμα όταν αυτό θυσιάζεται για το κοινό καλό και τη συλλογική ευημερία. Έχω υποστηρίξει και υποστηρίζω την άποψη ότι τα εμβόλια θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά με ενεργοποίηση της παραπάνω εγγυητικής κρατικής ευθύνης. Αλλά είμαι μειοψηφία ως προς αυτό. Η απόφαση αυτή ανοίγει έναν δρόμο».

Επίσης, σύμφωνα με τον επίκουρο Καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Frederick στη Κύπρο, Κωνσταντίνο Κουρούπη, η εν λόγω απόφαση:

[…] ενώ καταρχήν διαφέρει ως προς τις αντικειμενικές συνθήκες που περιγράφονται, μπορεί να οδηγήσει ως βάσιμο νομικό επιχείρημα για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του κράτους για παρενέργειες που προκλήθηκαν από τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, υπό την αναγκαστική συνδρομή όλων των προϋποθέσεων που αναλύθηκαν διεξοδικώς.

Σε κάθε περίπτωση, εάν οι παρενέργειες σχετίζονται με την υιοθέτηση κακών πρακτικών κατά την διαδικασία παραγωγής ή μεταφοράς όπως στο παράδειγμα μιας προβληματικής παρτίδας, ο καταναλωτής μπορεί να κάνει χρήση των κανονισμών προστασίας των καταναλωτών και μόλις αποδειχθεί η ελαττωματική φύση της παρτίδας, η ευθύνη για την αντιστάθμιση της ζημίας αντιστοιχεί στον κατασκευαστή. [πηγή]

Με λίγα λόγια, οι εταιρίες ανάπτυξης και παραγωγής των εμβολίων δεν έχουν απαλλαγεί πλήρως από ευθύνες και υποχρεώσεις είτε έναντι των ευρωπαϊκών αρχών στο θέμα τήρησης των όρων της χορηγηθείσας άδειας, είτε έναντι των πολιτών για την ασφαλή χρήση τους. Το πλαίσιο ευθύνης που ορίζεται στην ευρωπαϊκή οδηγία για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων δεν έχει τροποποιηθεί. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη, στις συμφωνίες προαγοράς (εδώ για Pfizer/BioNTech και εδώ για AstraZeneca) έχουν δεσμευθεί να αποζημιώνουν για ενδεχόμενες ευθύνες που προκύπτουν, μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και η ακριβής μέθοδος αποζημίωσης πολιτών επαφίεται σε κάθε κράτος-μέλος.

Τέλος, ο ισχυρισμός πως στις ΗΠΑ δικαστήριο κάλεσε την Pfizer να προσκομίσει τα δεδομένα ασφαλείας των εμβολίων τα οποία έδειξαν ότι μέσα σε δύο μήνες μισό δις άνθρωποι εμφάνισαν παρενέργειες και ο αριθμός των νεκρών έφτασε τα τέσσερα ψηφία είναι ψευδής. Με αυτό το ζήτημα έχουμε ασχοληθεί σε προηγούμενο άρθρο μας το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Ειδικότερα, το υπό συζήτηση έγγραφο αποτελούσε ανασκόπηση των αναφορών ανεπιθύμητων συμβάντων που υποβλήθηκαν στο σύστημα φαρμακοεπαγρύπνησης της Pfizer, μέχρι το πρώτο δίμηνο του 2021. Οι εν λόγω αναφορές είχαν ληφθεί υπόψη από τους αρμόδιους θεσμούς υγείας κατά τους τακτικούς ελέγχους ασφαλείας τους, και αντίστοιχες αναφορές κατατίθονταν και στις δικές τους πλατφόρμες, οι οποίες είναι δημοσίως προσβάσιμες. Η υποβολή αναφοράς για πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια δεν συνεπάγεται ότι πρόκειται για επιβεβαιωμένη και αιτιωδώς σχετιζόμενη με το εμβόλιο ανεπιθύμητη ενέργεια. Η ανασκόπηση των σχετικών δεδομένων, όπως γραφόταν στο εν λόγω έγγραφο, δεν υπέδειξε κάποιο νέο σήμα κινδύνου για την ασφάλεια του εμβολίου των Pfizer/BioNTech.

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έγγραφο δόθηκε στη δημοσιότητα χάρη στην Public Health and Medical Professionals for Transparency, μια μη κερδοσκοπική σύμπραξη επιστημόνων, δημοσιογράφων και λοιπών προσώπων με σκοπό την πρόσβαση στα διαβαθμισμένα έγγραφα που αφορούν την αδειοδότηση εμβολίων για την COVID-19. Γι’ αυτό το σκοπό η εν λόγω ομάδα έχει κινήσει δικαστικό αγώνα ενάγοντας την αρμόδια ομοσπονδιακή υπηρεσία FDA και επικαλείται τις προβλέψεις της νομοθεσίας περί πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα, γνωστής ως Freedom of Information Act (FOIA).

Στις 15 Νοεμβρίου 2021, ο FDA και οι ενάγοντες παρουσίασαν μια κοινή έκθεση στο δικαστήριο, και περιμένουν το δικαστήριο να αποφασίσει σχετικά με το χρονοδιάγραμμα για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων, κάτι που αναμένεται ενδεχομένως να προσδιοριστεί στα μέσα Δεκεμβρίου 2021, σύμφωνα με το Reuters. 

Οι ενάγοντες ζήτησαν να δημοσιοποιηθούν τα έγγραφα το αργότερο έως τις 3 Μαρτίου 2022. Ο FDA αντιπρότεινε ένα χρονοδιάγραμμα επεξεργασίας και κυκλοφορίας της τάξης των 500 σελίδων κάθε μήνα, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι ένα μάλλον τυπικό χρονοδιάγραμμα επεξεργασίας το οποιό εάν τηρηθεί θα χρειαστούν θεωρητικά περισσότερα από 50 χρόνια για να εκπληρώσει πλήρως. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο FDA αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα σχετικά έγγραφα, ούτε ότι σκοπεύει να καθυστερήσει τη δημοσιοποίησή τους για πάνω από 50 χρόνια. Aντιθέτως, η αντιπρόταση για το χρονοδιάγραμμα συνεπάγεται ότι θα ξεκινήσουν να δημοσιοποιούνται άμεσα τα έγγραφα.

Συμπέρασμα

Οι πολίτες που προσέρχονται στα εμβολιαστικά κέντρα για να λάβουν εμβόλιο κατά της COVID-19 δεν συμπληρώνουν καμία γραπτή προκαταβολική παραίτηση άσκησης δικαιωμάτων αγωγής αποζημίωσης, ούτε υπάρχει νομικά αποκλεισμός της οδού δικαστικής αποζημίωσης για ενδεχόμενες βλάβες εξαιτίας εμβολιασμού.

Παράλληλα, ένας άνθρωπος που υπόκειται σε έρευνα (όπως για παράδειγμα συμμετοχή σε κλινική μελέτη) θα πρέπει να έχει ενημερωθεί ιδίως «ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος πιθανών κινδύνων, τα δικαιώματα προστασίας του ατόμου, τον εθελοντικό χαρακτήρα συμμετοχής στην έρευνα και χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα και τη δυνατότητα ελεύθερης ανάκλησης της παρεχόμενης συναίνεσης» και η συναίνεση αυτή θα πρέπει να είναι «ελεύθερη, ανεπιφύλακτη, ειδική και τεκμηριωμένη», σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται απλώς με την προσέλευση ενός προσώπου για εμβολιασμό κατά της COVID-19, ώστε να ευσταθεί ότι όσοι συμφωνούν να εμβολιαστούν αυτομάτως συναινούν ότι συμμετέχουν σε κλινική μελέτη.