Ποιοι είμαστε
Αρχική Αυτές οι μελέτες δεν διαψεύδουν την ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας για την COVID-19ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

Αυτές οι μελέτες δεν διαψεύδουν την ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας για την COVID-19

22 Δεκ
2022

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 1 έτος.

Ισχυρισμός 1:

Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet δείχνει ότι σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις των ειδικών της Νέας Ζηλανδίας, ο εμβολιασμός με mRNA αποτυγχάνει να μειώσει τη μετάδοση, τις σοβαρές ασθένειες και τον θάνατο μεταξύ των ευάλωτων ομάδων.

Συμπέρασμα 1:

Η πιο σχετική μελέτη που εντοπίσαμε, δημοσιεύτηκε στο The Lancet Infectious Diseases, και ανέφερε επιγραμματικά ότι κατά το πρώτο έτος τους, οι εμβολιασμοί είχαν σώσει ελαφρώς λιγότερες ζωές στη Νέα Ζηλανδία σε σχέση με την Ευρώπη, καθώς η πρώτη εφάρμοσε πολιτικές πλήρους αποτροπής λοιμώξεων (Zero-COVID) το εν λόγω διάστημα και οι πολίτες της προσωρινά δεν πρόλαβαν να εκτεθούν στην COVID-19 στον ίδιο βαθμό. Η ίδια μελέτη επαλήθευσε την γενική σπουδαιότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, καθώς αυτό έσωσε περί τις 15-20 εκατομμύρια ζωές διεθνώς το πρώτο έτος, και θα μπορούσε να σώσει πολύ περισσότερες με υψηλότερη συμμετοχή του κοινού και ικανότερη συστημική διαχείριση.

Ισχυρισμός 2:

Γερμανική μελέτη έδειξε ότι 5 εμβολιασμένοι πέθαναν από εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα. Στοιχεία από τη Νέα Ζηλανδία δείχνουν ότι οι έρευνες είναι ανεπαρκείς, και το πραγματικό νούμερο θα μπορούσε να είναι 100 φορές μεγαλύτερο.

Συμπέρασμα 2:

Η εν λόγω μελέτη ερεύνησε 35 θανάτους που παρατηρήθηκαν κοντά στον εμβολιασμό, και θεώρησε 5 από αυτούς πιθανώς αιτιωδώς συνδεδεμένους. Ωστόσο, η μελέτη μόνο απέκλεισε κάποιες άλλες αιτίες, και τα χαρακτηριστικά των περιστατικών αυτών δε συνάδουν με το προφίλ ρίσκου της εμβολιαστικής μυοκαρδίτιδας που έχει τεκμηριωθεί μέσα από εκτενείς μελέτες σε συστήματα υγείας ανά τον κόσμο. Τέτοιες ορθά σχεδιασμένες μελέτες σε τεράστια δείγματα πληθυσμού, έχουν δείξει ότι, εφόσον η εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα είναι όντως δυνατό να φτάσει σε θάνατο, κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μόνο ανά αρκετά εκατομμύρια εμβολιασμούς. Η συχνότητα φαίνεται τόσο μηδαμινή, που άλλες μελέτες που έχουν εξετάσει τη γενική καρδιακή θνησιμότητα των εμβολιασμένων, δεν έχουν εντοπίσει καμιά στατιστικά σημαντική αύξηση θανάτων. Όσον αφορά τη Νέα Ζηλανδία, ο αρμόδιος θεσμός της εξηγεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων που του έχουν αναφερθεί, έχει βρεθεί άσχετη με τον εμβολιασμό. Συνολικά, ο εμβολιασμός έχει συνδεθεί με σημαντική μείωση θνησιμότητας, όχι αύξηση.

Ισχυρισμός 3:

Νέα μεγάλη μελέτη θέτει υπό αμφισβήτηση την τρέχουσα αφήγηση για την Long COVID, δείχνοντας ότι πολλά περιστατικά στα παιδιά οφείλονται σε άσχετους παράγοντες.

Συμπέρασμα 3:

Η μελέτη αυτή εξέτασε χιλιάδες παιδιά που βρέθηκαν θετικά ή αρνητικά στην COVID-19, σε βάθος 12 μηνών. Η μελέτη έδειξε ότι τα νέα συμπτώματα που εμφανίστηκαν στους 6 μήνες ήταν παρόμοια μεταξύ θετικών και αρνητικών, αλλά τα συμπτώματα που καταγράφηκαν εξαρχής κατά τη λοίμωξη, παρέμεναν πολύ πιο συχνά σε βάθος μηνών. Μια προηγούμενη ανάλυση στα ίδια δεδομένα είχε δείξει ότι το 16% των αρνητικών παιδιών εμφάνιζε από 3 συμπτώματα και άνω στους 3 μήνες, ενώ το ίδιο ίσχυε για το 30% των θετικών παιδιών. Η πρόκληση σοβαρών προβλημάτων στα παιδιά είναι πιο ασυνήθιστη σε απόλυτα νούμερα σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά μια πανεθνική γερμανική μελέτη, βρήκε ότι η σχετική συχνότητα προβλημάτων υγείας είναι παρόμοια μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Έτσι, σε επίπεδο μαζικής νόσησης του πληθυσμού και δημόσιας υγείας, οι επιπτώσεις είναι σοβαρές.

Μεγάλη αναπαραγωγή γνώρισαν δημοσιεύματα που ισχυρίζονται ότι νέες μελέτες αποκαλύπτουν πως ο εμβολιασμός δεν προστατεύει από την COVID-19 αλλά προκαλεί θανάτους, και αμφισβητούν την τρέχουσα αφήγηση για την Long COVID. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για επιλεκτική παρουσίαση και διαστρέβλωση των επιστημονικών δεδομένων.

Παραδείγματα: bankingnews.gr, metrosport.gr, ertopen.com, triklopodia.gr, anastoxasmoi.gr, primenews.press, kinima-ypervasi.gr, choratouaxoritou.gr

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα:

Γερμανική έρευνα αποκαλύπτει: «Δραματική αύξηση της μυοκαρδίτιδας μετά τα εμβόλια»

Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας που εμφανίζονται δημοσίως για να συζητήσουν περί Covid καθησυχάζουν το κοινό ότι συμβαδίζουν με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και προσαρμόζονται ανάλογα τα μηνύματά τους.

Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet, η οποία δείχνει ότι, σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις των ειδικών της Νέας Ζηλανδίας, ο εμβολιασμός με mRNA αποτυγχάνει να μειώσει τη μετάδοση, τις σοβαρές ασθένειες και τον θάνατο μεταξύ των ευάλωτων ομάδων.

Γερμανική μελέτη εμπλέκει τη μυοκαρδίτιδα σε θάνατο μετά από ένεση mRNA

Γερμανοί ερευνητές πραγματοποίησαν τυπικές νεκροψίες σε 25 άτομα που πέθαιναν μέσα σε 20 ημέρες από τον εμβολιασμό με mRNA. Τα αποτελέσματα αναφέρονται σε μια εργασία με τίτλο «Ιστοπαθολογικός χαρακτηρισμός μυοκαρδίτιδας βάσει νεκροψίας μετά από εμβολιασμό κατά του SARS-CoV-2 ».

Τέσσερις ασθενείς που εμβολιάστηκαν με mRNA,εμφάνισαν οξεία μυοκαρδίτιδα χωρίς να ανιχνεύσουν άλλη σοβαρή ασθένεια ή ιστορικό παθήσεων που μπορεί να προκαλέσουν απροσδόκητο θάνατο. Θάνατοι εντοπίστηκαν να προκαλούνται από την οξεία αρρυθμία που οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια που σχετίζεται με διάμεση εισβολή Τ-κυττάρων του μυοκαρδίου. Το αποτέλεσμα ήταν πιο εμφανές στη δεξιά πλευρά της καρδιάς που λαμβάνει αίμα που επιστρέφεται από φλέβες, το οποίο είναι πιθανό να περιείχε στοιχεία από τα συστατικά του εμβολίου.

Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα:

Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να είναι μια δυνητική θανατηφόρα επιπλοκή μετά από εμβολιασμό κατά του SARS-CoV-2 με βάση το mRNA. Τα ευρήματά μας μπορούν να βοηθήσουν στην επαρκή διάγνωση ασαφών περιπτώσεων μετά τον εμβολιασμό και στη δημιουργία έγκαιρης διάγνωσης in vivo, παρέχοντας έτσι το πλαίσιο για επαρκή παρακολούθηση και έγκαιρη θεραπεία σοβαρών κλινικών περιπτώσεων. Ο επιπολασμός της οριστικής αιτιολογικής συμπτωματολογίας της μυοκαρδίτιδας ήταν 16% μεταξύ των θανάτων εντός 20 ημερών από τον εμβολιασμό με mRNA.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Κέντρου Παρακολούθησης Ανεπιθύμητων Αντιδράσεων («CARM») της Νέας Ζηλανδίας που κατέχει η Medsafe, μέχρι το Σεπτέμβριο του 2022 έχουν αναφερθεί 157 θάνατοι στο CARM κοντά στον εμβολιασμό. Εάν η γερμανική εμπειρία επαναλαμβάνεται εδώ, θα μπορούσαν να υπάρξουν 500 θάνατοι από μυοκαρδίτιδα που σχετίζεται με το εμβόλιο που δεν έχουν εντοπιστεί και δεν έχουν αναγνωριστεί. Η τεράστια απόκλιση μεταξύ των γερμανικών αποτελεσμάτων και των επισήμων στοιχείων της Νέας Ζηλανδίας δείχνει ότι έχουν πραγματοποιηθεί ανεπαρκείς έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των νεκροψιών.

Μεγάλη μελέτη Lancet θέτει υπό αμφισβήτηση την τρέχουσα αφήγηση για long Covid

Οι κίνδυνοι του «long Covid» αναφέρονται επανειλημμένα ως λόγος εμβολιασμού και λήψης αυστηρών προφυλάξεων, όπως οι μάσκες, ο αερισμός των κοινωνικών χωρών, η κοινωνική απόσταση και η απομόνωση.

Ένας αριθμός συγχρονικών μελετών έχει ολοκληρωθεί σχετικά με τον επιπολασμό και την επιμονή του μακροχρόνιου Covid. όσα δημοσιοποιούνται μέχρι στιγμής φαίνεται να υποδηλώνουν ότι ένα πολύ ευρύ φάσμα συμπτωμάτων επιμένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων μετά τη μόλυνση από τον Covid.

Μια πιθανή δυσκολία με τις πληροφορίες που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η μεγάλη μεταβλητότητα των εκτιμήσεων που προσφέρονται από διάφορα έγγραφα. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις για τη μακροχρόνια επικράτηση του Covid κυμαίνονται γύρω στο 10-30% των μολυσμένων που εξακολουθούν να υποφέρουν κάποια συμπτώματα μετά από τρεις μήνες. Αυτά περιλαμβάνουν προβλήματα στην ψυχική υγεία και την ευεξία, κόπωση και συγκεκριμένα σωματικά συμπτώματα, όπως απώλεια γεύσης ή όσφρησης, πόνο και δύσπνοια. Είναι ακριβής αυτή η εικόνα;

Οι μέχρι σήμερα μελέτες έχουν ένα εγγενές ελάττωμα, βασίζονται σε έρευνες πληθυσμών σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα μετά τη μόλυνση, αλλά δεν ακολουθούν την πορεία του μακρού Covid για τις ίδιες ομάδες ατόμων με την πάροδο του χρόνου. Με άλλα λόγια, από αυστηρά επιστημονική σκοπιά πρέπει να αναρωτηθούμε: τα ίδια άτομα παρουσιάζουν συμπτώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης;

Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε από το The Lancet σε 7.000 παιδιά και νέους (5.000 θετικά Covid και 2.000 χωρίς Covid) κατά τη διάρκεια ενός έτους μετά τη μόλυνση από το 2020 έως τον Μάρτιο του 2021. Τα αποτελέσματα είναι συγκλοντιστικά και ολοκληρώνουν την εικόνα για τη long Covid. Συνοπτικά, τα συμπτώματα του long Covid σε όλες τις κατηγορίες μειώνονται σημαντικά κατά τη διάρκεια του έτους, κάτι που είναι πολύ καθησυχαστικό. Αλλά εδώ είναι το τρίψιμο, για πολλά νεαρά άτομα, που δεν αναφέρονται αρχικά σε long Covid, παρουσιάζονται νέα συμπτώματα μετά από 6 ή 12 μήνες, τα οποία στην πραγματικότητα δεν σχετίζονται με τη μόλυνση από Covid, αλλά έχουν πολλές άλλες αιτίες. Νέα ανεπιθύμητα συμπτώματα αναφέρθηκαν έξι και 12 μήνες μετά το τεστ, όπως η κόπωση, δύσπνοια, κακή ποιότητα ζωής, κακή ευεξία και κόπωση.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δείχνουν:

Τα νέα ανεπιθύμητα συμπτώματα που εμφανίζονται 6 ή 12 μήνες μετά την αρχική ιογενή λοίμωξη δεν θα πρέπει να θεωρούνται αποκλειστικά ως νέα μακρά συμπτώματα Covid ως συνέπεια της αρχικής λοίμωξης SARS-CoV-2. Αντίθετα, αυτά τα ανεπιθύμητα συμπτώματα θα πρέπει να εξεταστούν στο ευρύτερο πλαίσιο της υγείας και της ευημερίας του γενικού εφηβικού πληθυσμού.

Τι ισχύει

Το επίμαχο δημοσίευμα αναφέρεται σε 4 πηγές δεδομένων. Θα εξετάσουμε τις αναφορές του με τη σειρά:

Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας που εμφανίζονται δημοσίως για να συζητήσουν περί Covid καθησυχάζουν το κοινό ότι συμβαδίζουν με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις και προσαρμόζονται ανάλογα τα μηνύματά τους.

Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet, η οποία δείχνει ότι, σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις των ειδικών της Νέας Ζηλανδίας, ο εμβολιασμός με mRNA αποτυγχάνει να μειώσει τη μετάδοση, τις σοβαρές ασθένειες και τον θάνατο μεταξύ των ευάλωτων ομάδων.

Το The Lancet είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ιατρικά επιστημονικά περιοδικά διεθνώς και η επωνυμία του εμφανίζεται σε ακόμη 23 περιοδικά που άπτονται διαφορετικών τομέων της βιοϊατρικής. Αναζητώντας είτε ειδικά στο The Lancet, είτε στο σύνολο των εν λόγω περιοδικών, δε βρίσκουμε καμιά δημοσίευση που να υποστηρίζει τον επίμαχο ισχυρισμό. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι από τις 4 παραπομπές του άρθρου αυτή είναι η μόνη που παρατίθεται τόσο αόριστα.

Η μόνη περιφερειακά σχετική περιγραφή που βρίσκουμε σε δημοσίευση στο περιοδικό The Lancet Infectious Diseases, αναφέρει ότι κατά το πρώτο έτος εμβολιασμών σώθηκαν αναλογικά λιγότερες ζωές στην Περιοχή Δυτικού Ειρηνικού, όπου συμπεριλαμβάνεται η Νέα Ζηλανδία, σε σχέση με χώρες της Ευρωπαϊκής Περιοχής (κατά την γεωγραφική ταξινόμηση ΠΟΥ). Η δημοσίευση εξηγεί ότι αυτό συνέβη επειδή η πρώτη Περιοχή εφάρμοσε πολιτικές πλήρους αποτροπής λοιμώξεων (Zero-COVID) το εν λόγω διάστημα, συνεπώς οι πολίτες της προσωρινά δεν πρόλαβαν να εκτεθούν στην COVID-19 στον ίδιο βαθμό.

Ειδικά ως προς τη Νέα Ζηλανδία πάντως, η διαφορά δεν καταγράφηκε μεγάλη. Στην Ευρωπαϊκή Περιοχή, εκτιμήθηκε ότι σώθηκαν 53 ζωές ανά 10 χιλιάδες εμβολιασμούς, ενώ στη Νέα Ζηλανδία 47. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είχε ένα από τα μεγαλύτερα σχετικά οφέλη διεθνώς, με τον επίμαχο δείκτη αποτροπής θανάτων να ανέρχεται σε 68. Τα ευρήματα καταγράφονται αναλυτικά στον εξής χάρτη που δημιούργησαν οι ερευνητές:

Αποτροπή θανάτων COVID-19 ανά χίλιους εμβολιασμούς και χώρα, κατά το πρώτο έτος τους. Η Νέα Ζηλανδία είναι η πιο νοτιοανατολική χώρα στον χάρτη. [πηγή]

Όπως έχουμε ξαναγράψει, στο σύνολό της η εν λόγω μελέτη όχι μόνο δεν διέψευσε την σπουδαιότητα των εμβολιασμών αλλά εκτίμησε ότι αυτοί έσωσαν περί τις 15-20 εκατομμύρια ζωές διεθνώς κατά το πρώτο έτος τους και θα μπορούσαν να σώσουν πολύ περισσότερες με υψηλότερη συμμετοχή του κοινού και ικανότερη συστημική διαχείριση.

Γερμανική μελέτη εμπλέκει τη μυοκαρδίτιδα σε θάνατο μετά από ένεση mRNA

Γερμανοί ερευνητές πραγματοποίησαν τυπικές νεκροψίες σε 25 άτομα που πέθαιναν μέσα σε 20 ημέρες από τον εμβολιασμό με mRNA. Τα αποτελέσματα αναφέρονται σε μια εργασία με τίτλο «Ιστοπαθολογικός χαρακτηρισμός μυοκαρδίτιδας βάσει νεκροψίας μετά από εμβολιασμό κατά του SARS-CoV-2 ».

Τέσσερις ασθενείς που εμβολιάστηκαν με mRNA,εμφάνισαν οξεία μυοκαρδίτιδα χωρίς να ανιχνεύσουν άλλη σοβαρή ασθένεια ή ιστορικό παθήσεων που μπορεί να προκαλέσουν απροσδόκητο θάνατο.
[…]

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Κέντρου Παρακολούθησης Ανεπιθύμητων Αντιδράσεων («CARM») της Νέας Ζηλανδίας που κατέχει η Medsafe, μέχρι το Σεπτέμβριο του 2022 έχουν αναφερθεί 157 θάνατοι στο CARM κοντά στον εμβολιασμό. Εάν η γερμανική εμπειρία επαναλαμβάνεται εδώ, θα μπορούσαν να υπάρξουν 500 θάνατοι από μυοκαρδίτιδα που σχετίζεται με το εμβόλιο που δεν έχουν εντοπιστεί και δεν έχουν αναγνωριστεί. Η τεράστια απόκλιση μεταξύ των γερμανικών αποτελεσμάτων και των επισήμων στοιχείων της Νέας Ζηλανδίας δείχνει ότι έχουν πραγματοποιηθεί ανεπαρκείς έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των νεκροψιών.

Η επίμαχη γερμανική μελέτη βασίστηκε στο αρχείο αυτοψιών του κρατιδίου Baden-Württemberg, που μέχρι τα μέσα του 2022 κατέγραψε 54 θανάτους σε χρονική σύνδεση με τον εμβολιασμό κατά της COVID-19. Οι ερευνητές επέλεξαν 35 απ’ αυτούς τους θανάτους, για τους οποίους διέθεταν πλήρη αρχεία, ώστε να εξετάσουν σε βάθος την υποκείμενη αιτία τους. Απ’ αυτούς τους θανάτους, οι 10 οφείλονταν σε σαφή προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας και οι 5 παρουσίαζαν μυοκαρδίτιδα, τη μόνη σοβαρή παρενέργεια που έχει αναγνωριστεί για τα mRNA εμβόλια.

Αυτοί οι 5 θάνατοι καταγράφηκαν σε 2 άντρες και 3 γυναίκες, ηλικιών 46-75 ετών, και στις 4 από τις 5 περιπτώσεις, μετά την 1η δόση εμβολιασμού τους. Όπως τόνισαν οι ερευνητές, η μελέτη τους δεν μπόρεσε να καθορίσει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο εμβολιασμός ήταν υπεύθυνος αλλά απέκλεισε άλλους γνωστούς παράγοντες. Όντως, τα περιγραφικά στοιχεία των 5 περιστατικών δε συνάδουν με το προφίλ ρίσκου της εμβολιαστικής μυοκαρδίτιδας που έχει τεκμηριωθεί μέσα από εκτενείς μελέτες σε συστήματα υγείας ανά τον κόσμο: το ρίσκο έχει βρεθεί αρκετά μεγαλύτερο για τους άντρες σε σχέση με τις γυναίκες και πολύ μεγαλύτερο έπειτα από την 2η δόση σε σχέση με την 1η.

Οι ερευνητές θεώρησαν πιθανότερη την αιτιώδη σχέση με τον εμβολιασμό σε 3 περιστατικά από τα 5 αλλά, και πάλι, τα 2 καταγράφηκαν μετά την 1η δόση και ένα εξ αυτών εμφανίστηκε την ίδια μέρα με τον εμβολιασμό, ενώ στις μελέτες πληθυσμού απαιτείται τουλάχιστον το πέρασμα της 1ης μέρας, ώστε να αρχίσει να καταγράφεται αύξηση ρίσκου.

Όπως σημείωσαν οι ερευνητές, τα ευρήματα τους δεν επιτρέπουν επιδημιολογικά συμπεράσματα συχνότητας της υποτιθέμενης πρόκλησης θανάτου. Πάντως, αν και τα 5 περιστατικά θεωρούνταν αιτιωδώς συνδεδεμένα, η παρενέργεια αυτή θα ήταν από τις πλέον σπάνιες, καθώς σε ολόκληρο το κρατίδιο είχαν χορηγηθεί περί τις 23 εκατομμύρια δόσεις εμβολιασμού μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ορθά σχεδιασμένες μελέτες σε τεράστια δείγματα πληθυσμού έχουν δείξει ότι, εφόσον η εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα είναι όντως δυνατό να φτάσει σε θάνατο, κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μόνο ανά αρκετά εκατομμύρια εμβολιασμούς. Η σχετικά υψηλότερη συχνότητα της εν λόγω μυοκαρδίτιδας αφορά τους νέους άνδρες, όπου όμως καταγράφονται ελάχιστοι θάνατοι ανάμεσα σε χιλιάδες σπάνια περιστατικά. Προκαταρκτικά, έχει σημειωθεί σχετικά υψηλότερη θνητότητα στη μυοκαρδίτιδα που μπορεί να προκληθεί από τους μεσήλικες και άνω, αλλά επειδή σε αυτές τις ομάδες η πάθηση είναι ήδη εξαιρετικά σπάνια, η συνολική συχνότητα είναι πρακτικά μηδενική. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4][πηγή 5]

Karlstad, Øystein, et al. “SARS-CoV-2 vaccination and myocarditis in a Nordic cohort study of 23 million residents.” JAMA cardiology (2022).

Έτσι, οι μελέτες που έχουν εξετάσει με γενικό τρόπο τυχόν αύξηση καρδιακής θνησιμότητας στους εμβολιασμένους κατά της COVID-19, ακόμα και όταν περιλαμβάνουν δεκάδες εκατομμύρια άτομα στη σύγκρισή τους, δεν καταγράφουν καμιά στατιστικά σημαντική αύξηση θανάτων. Αυτό θα πει ότι οι τυχόν εμβολιαστικοί θάνατοι είναι τόσο απειροελάχιστοι ανάμεσα στους πολυάριθμους καθημερινούς θανάτους από άσχετες αιτίες, που σε επίπεδο πληθυσμού δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από τις καθημερινές φυσικές αυξομειώσεις θανάτων.

Το επίμαχο δημοσίευμα αρνείται κάτι τέτοιο, ισχυριζόμενο ότι η Νέα Ζηλανδία έχει καταγράψει πολύ περισσότερα περιστατικά θανάτων σε σύνδεση με τον εμβολιασμό και ότι έτσι η Γερμανία υποκαταγράφει τους δικούς της σχετικούς θανάτους περί τις 100 φορές. Στην πραγματικότητα όμως, ο αρμόδιος θεσμός της Νέας Ζηλανδίας εξηγεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων που του έχουν αναφερθεί, έχει βρεθεί άσχετη με τον εμβολιασμό. Συγκεκριμένα, από τα 184 περιστατικά που αναφέρθηκαν μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2022, μόνο τα 2 έχουν τελικά συνδεθεί αιτιωδώς από ιατροδικαστή και άλλα 2 θεωρούνται πιθανώς συνδεδεμένα, έπειτα από σχεδόν 12 εκατομμύρια εμβολιασμούς.

Ευρύτερα, η εστίαση σε σοβαρές παρενέργειες, που όμως είναι ιδιαίτερα σπάνιες, μπορεί να αποβεί παραπλανητική, καθώς τέτοιες παρενέργειες έχουν εντοπιστεί για σειρά συνηθισμένων φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων αναλγητικών, αντιβιοτικών, αντικαταθλιπτικών, υπνωτικών και αντισυλληπτικών. Όπως είχαμε ξαναγράψει, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρόνια χρήση της κοινής ασπιρίνης, η οποία προκαλεί 1 με 2 θανάτους εγκεφαλικών ανά 10 χιλιάδες άτομα ετησίως.

Έχουμε εξηγήσει επίσης ότι η COVID-19 παρουσιάζει πολύ υψηλότερο ρίσκο πρόκλησης μυοκαρδίτιδας, καθώς και ποικιλίας άλλων καρδιακών προβλημάτων, με το ρίσκο να παραμένει αυξημένο τουλάχιστον ένα έτος στους μεσήλικες επιζώντες. Μεταξύ άλλων και γι’ αυτόν τον λόγο, ο εμβολιασμός έχει συνδεθεί με σημαντική μείωση θνησιμότητας, όχι αύξηση.

Μεγάλη μελέτη Lancet θέτει υπό αμφισβήτηση την τρέχουσα αφήγηση για long Covid

Οι κίνδυνοι του «long Covid» αναφέρονται επανειλημμένα ως λόγος εμβολιασμού και λήψης αυστηρών προφυλάξεων, όπως οι μάσκες, ο αερισμός των κοινωνικών χωρών, η κοινωνική απόσταση και η απομόνωση.

Μια πιθανή δυσκολία με τις πληροφορίες που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η μεγάλη μεταβλητότητα των εκτιμήσεων που προσφέρονται από διάφορα έγγραφα. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις για τη μακροχρόνια επικράτηση του Covid κυμαίνονται γύρω στο 10-30% των μολυσμένων που εξακολουθούν να υποφέρουν κάποια συμπτώματα μετά από τρεις μήνες. Αυτά περιλαμβάνουν προβλήματα στην ψυχική υγεία και την ευεξία, κόπωση και συγκεκριμένα σωματικά συμπτώματα, όπως απώλεια γεύσης ή όσφρησης, πόνο και δύσπνοια. Είναι ακριβής αυτή η εικόνα;

Οι μέχρι σήμερα μελέτες έχουν ένα εγγενές ελάττωμα, βασίζονται σε έρευνες πληθυσμών σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα μετά τη μόλυνση, αλλά δεν ακολουθούν την πορεία του μακρού Covid για τις ίδιες ομάδες ατόμων με την πάροδο του χρόνου. Με άλλα λόγια, από αυστηρά επιστημονική σκοπιά πρέπει να αναρωτηθούμε: τα ίδια άτομα παρουσιάζουν συμπτώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης;
[…]

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δείχνουν:

Τα νέα ανεπιθύμητα συμπτώματα που εμφανίζονται 6 ή 12 μήνες μετά την αρχική ιογενή λοίμωξη δεν θα πρέπει να θεωρούνται αποκλειστικά ως νέα μακρά συμπτώματα Covid ως συνέπεια της αρχικής λοίμωξης SARS-CoV-2. Αντίθετα, αυτά τα ανεπιθύμητα συμπτώματα θα πρέπει να εξεταστούν στο ευρύτερο πλαίσιο της υγείας και της ευημερίας του γενικού εφηβικού πληθυσμού.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2022, το The Lancet Regional Health δημοσίευσε μια ενδελεχή μελέτη για την εμφάνιση χρόνιων προβλημάτων υγείας σε ανήλικους ασθενείς έπειτα από την COVID-19 (πάθηση Long COVID). Αυτή η μελέτη διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο και για 12 μήνες κατέγραψε τα συμπτώματα που δήλωσαν χιλιάδες παιδιά που βρέθηκαν αρνητικά ή θετικά στην COVID-19.

Η μελέτη έδειξε ότι τα συμπτώματα που έτειναν να εμφανίζονται στους 6 ή στους 12 μήνες είχαν παρόμοια συχνότητα μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά τα συμπτώματα που καταγράφονταν εξαρχής σε όσους νοσούσαν, παρά τη μείωσή τους σε βάθος μηνών, έτειναν να παραμένουν σε σημαντικά μεγαλύτερα μεγέθη σε όσα παιδιά είχαν βρεθεί θετικά. Στους 6 μήνες, 3-4% περισσότερα θετικά παιδιά δήλωσαν ξεχωριστά δυσκολία στην αναπνοή τους ή κούραση, και 6% περισσότερα δήλωσαν τουλάχιστον 1 από 21 συμπτώματα.

Το μαύρο στις μπάρες αντιστοιχεί στο ποσοστό που δήλωσε ότι εμφάνιζε το συγκεκριμένο σύμπτωμα εξαρχής. [πηγή]

Η επίμαχη μελέτη είχε σκοπό να διευκρινήσει τα ευρήματα μιας προηγούμενης ενδελεχούς μελέτης με την ονομασία CLoCk, στο ίδιο δείγμα ανηλίκων. Αυτή η μελέτη είχε καταγράψει αύξηση συμπτωμάτων σε όσους είχαν βρεθεί θετικοί από 35% σε 66% μεταξύ 0 και 3 μηνών, έναντι 8.3% σε 53% σε όσους είχαν βρεθεί αρνητικοί.

Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, ενώ μεμονωμένα συμπτώματα που εμφανίζονται και εκτός Long COVID καταγράφηκαν σε μεγάλο μέρος παιδιών, τα συσσωρευμένα συμπτώματα ήταν πιο ασυνήθιστα, αλλά εξακολουθούσαν να παραμένουν σε σημαντική απόλυτη συχνότητα στο πλαίσιο της Long COVID. Έτσι, μόλις το 16% των αρνητικών παιδιών εμφάνιζε από 3 συμπτώματα και άνω στους 3 μήνες, ενώ το ίδιο ίσχυε για το 30% των θετικών παιδιών.

Ενώ η επίμαχη μελέτη έδειξε παραστατικά ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες άσχετοι με την COVID-19, που μπορούν να προκαλέσουν σχετικά συμπτώματα υγείας, το γεγονός αυτό ήταν εξαρχής προφανές από την απλή παρατήρηση της αρχικής μελέτης ότι και το ποσοστό των αρνητικών είχε σημαντική αύξηση στα συμπτώματά της στο πέρασμα μηνών. Έτσι, η αρχική μελέτη είχε σημειώσει την επίδραση τέτοιων παραγόντων και την ανάγκη συγκρίσεων μεταξύ θετικών και αρνητικών ομάδων για αξιόπιστη απόδοση προβλημάτων στην COVID-19.

Αντίστοιχα, και οι οδηγίες αρμόδιων θεσμών διεθνώς, υποστηρίζουν την προσεκτική απόδοση προβλημάτων υγείας στην Long COVID, τόσο σε επίπεδο χρονικής σύνδεσης κατά τις επόμενες εβδομάδες από τη νόσηση, όσο και μέσω της έρευνας εναλλακτικών αιτιών. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4][πηγή 5]

Ο βρετανικός θεσμός NICE, ορίζει την Long COVID ως χρόνια προβλήματα που παραμένουν και μετά την οξεία νόσο, ή εμφανίζονται για πρώτη φορά εντός 3 μηνών. Τα προβλήματα χρειάζεται να παραμένουν για τουλάχιστον 3 μήνες και να έχουν αποκλειστεί εναλλακτικές αιτίες. Διασκευή από σελ. 5-6.

Συνολικά, αντίθετα με την πλαισίωση του επίμαχου δημοσιεύματος, η νέα μελέτη πουθενά δεν υποστήριξε ότι «έθεσε υπό αμφισβήτηση το αφήγημα της Long COVID», αλλά επιβεβαίωσε ότι ένα μη αμελητέο ποσοστό παιδιών εξακολουθεί να πάσχει επί πολλούς μήνες λόγω της COVID-19.

Το ακριβές ποσοστό των ατόμων που πάσχει από την Long COVID είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια, καθώς όλες οι μελέτες παρουσιάζουν μεθοδολογικούς περιορισμούς που τείνουν και να υποτιμούν και να υπερτιμούν την πραγματική συχνότητα, ενώ και τα ευρήματα μεταβάλλονται ανάλογα με τον ορισμό της πάθησης. Ωστόσο, όπως έχουμε εξηγήσει και στο παρελθόν, πλέον υπάρχει ένας ενδελεχής όγκος ανοσολογικών και επιδημιολογικών δεδομένων, που έχει επιβεβαιώσει ότι η Long COVID συνιστά ένα αρκετά συχνό φαινόμενο με βιολογική βάση.

Το φαινόμενο τείνει να είναι ηπιότερο στους ασθενείς με ηπιότερη οξεία νόσο και, σε απόλυτη συχνότητα, οι ανήλικοι πλήττονται λιγότερο από τις μεγαλύτερες ηλικίες. Επίσης, όσο πιο σοβαρά είναι τα προβλήματα υγείας, τόσο πιο ασυνήθιστα εμφανίζονται. Ωστόσο, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη και η σχετική συχνότητα, καθώς τα παιδιά δεν εμφανίζουν συχνά επικίνδυνα προβλήματα υγείας έτσι και αλλιώς. Συνεπώς, σε επίπεδο μαζικής νόσησης του πληθυσμού και δημόσιας υγείας, οι επιπτώσεις είναι σοβαρές.

Ενδεικτικά, παραθέτουμε τα ευρήματα μιας ακόμη ενδελεχούς πρόσφατης μελέτης που έλεγξε τα ιατρικά αρχεία περίπου του μισού πληθυσμού της Γερμανίας και συνέκρινε τις επιπτώσεις που είχαν παιδιά και ενήλικες έπειτα από την COVID-19, τόσο σε σχετική όσο και σε απόλυτη συχνότητα. Ενώ η απόλυτη συχνότητα μιας ποικιλίας παθήσεων ήταν χαμηλότερη στα παιδιά, η σχετική συχνότητα παρέμενε σε αντίστοιχα επίπεδα σε σχέση με τους ενήλικες. Ενδεικτικά, τα καρδιολογικά προβλήματα έτειναν να αυξάνονται κατά περίπου 45% και στις δύο ομάδες.

Το μπλε χρώμα αντιστοιχεί στα παιδιά ενώ το πορτοκαλί στους ενήλικες. [πηγή]

Συμπέρασμα

Δεν ισχύει ότι πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet δείχνει ότι σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις των ειδικών της Νέας Ζηλανδίας, ο εμβολιασμός με mRNA αποτυγχάνει να μειώσει τη μετάδοση, τις σοβαρές ασθένειες και τον θάνατο μεταξύ των ευάλωτων ομάδων.

Η πιο σχετική μελέτη που εντοπίσαμε, δημοσιεύτηκε στο The Lancet Infectious Diseases, και ανέφερε επιγραμματικά ότι κατά το πρώτο έτος τους, οι εμβολιασμοί είχαν σώσει ελαφρώς λιγότερες ζωές στη Νέα Ζηλανδία σε σχέση με την Ευρώπη, καθώς η πρώτη εφάρμοσε πολιτικές πλήρους αποτροπής λοιμώξεων (Zero-COVID) το εν λόγω διάστημα και οι πολίτες της προσωρινά δεν πρόλαβαν να εκτεθούν στην COVID-19 στον ίδιο βαθμό. Η ίδια μελέτη επαλήθευσε την γενική σπουδαιότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, καθώς αυτό έσωσε περί τις 15-20 εκατομμύρια ζωές διεθνώς το πρώτο έτος, και θα μπορούσε να σώσει πολύ περισσότερες με υψηλότερη συμμετοχή του κοινού και ικανότερη συστημική διαχείριση.

Παραπλανητικός είναι και ο ισχυρισμός ότι γερμανική μελέτη έδειξε ότι 5 εμβολιασμένοι πέθαναν από εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα, ενώ στοιχεία από τη Νέα Ζηλανδία δείχνουν ότι οι έρευνες είναι ανεπαρκείς, και το πραγματικό νούμερο θα μπορούσε να είναι 100 φορές μεγαλύτερο.

Η εν λόγω μελέτη ερεύνησε 35 θανάτους που παρατηρήθηκαν κοντά στον εμβολιασμό, και θεώρησε 5 από αυτούς πιθανώς αιτιωδώς συνδεδεμένους. Ωστόσο, η μελέτη μόνο απέκλεισε κάποιες άλλες αιτίες, και τα χαρακτηριστικά των περιστατικών αυτών δε συνάδουν με το προφίλ ρίσκου της εμβολιαστικής μυοκαρδίτιδας που έχει τεκμηριωθεί μέσα από εκτενείς μελέτες σε συστήματα υγείας ανά τον κόσμο. Τέτοιες ορθά σχεδιασμένες μελέτες σε τεράστια δείγματα πληθυσμού, έχουν δείξει ότι, εφόσον η εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα είναι όντως δυνατό να φτάσει σε θάνατο, κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μόνο ανά αρκετά εκατομμύρια εμβολιασμούς. Η συχνότητα φαίνεται τόσο μηδαμινή, που άλλες μελέτες που έχουν εξετάσει τη γενική καρδιακή θνησιμότητα των εμβολιασμένων, δεν έχουν εντοπίσει καμιά στατιστικά σημαντική αύξηση θανάτων. Όσον αφορά τη Νέα Ζηλανδία, ο αρμόδιος θεσμός της εξηγεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων που του έχουν αναφερθεί, έχει βρεθεί άσχετη με τον εμβολιασμό. Συνολικά, ο εμβολιασμός έχει συνδεθεί με σημαντική μείωση θνησιμότητας, όχι αύξηση.

Επίσης παραπλανητική είναι η αναφορά ότι νέα μεγάλη μελέτη θέτει υπό αμφισβήτηση την τρέχουσα αφήγηση για την Long COVID, δείχνοντας ότι πολλά περιστατικά στα παιδιά οφείλονται σε άσχετους παράγοντες.

Η μελέτη αυτή εξέτασε χιλιάδες παιδιά που βρέθηκαν θετικά ή αρνητικά στην COVID-19, σε βάθος 12 μηνών. Η μελέτη έδειξε ότι τα νέα συμπτώματα που εμφανίστηκαν στους 6 μήνες ήταν παρόμοια μεταξύ θετικών και αρνητικών, αλλά τα συμπτώματα που καταγράφηκαν εξαρχής κατά τη λοίμωξη, παρέμεναν πολύ πιο συχνά σε βάθος μηνών. Μια προηγούμενη ανάλυση στα ίδια δεδομένα είχε δείξει ότι το 16% των αρνητικών παιδιών εμφάνιζε από 3 συμπτώματα και άνω στους 3 μήνες, ενώ το ίδιο ίσχυε για το 30% των θετικών παιδιών. Η πρόκληση σοβαρών προβλημάτων στα παιδιά είναι πιο ασυνήθιστη σε απόλυτα νούμερα σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά μια πανεθνική γερμανική μελέτη, βρήκε ότι η σχετική συχνότητα προβλημάτων υγείας είναι παρόμοια μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Έτσι, σε επίπεδο μαζικής νόσησης του πληθυσμού και δημόσιας υγείας, οι επιπτώσεις είναι σοβαρές.

Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). Κατά την πανδημία της COVID-19, εστίασε στην έρευνα της ψευδοεπιστημονικής παραπληροφόρησης.