Ισχυρισμός 1:
Με την «ιερή δήλωση» ή την «αναφορά-καταγγελία» με την οποία γίνεται κανείς θεματοφύλακας του Συντάγματος, ενεργοποιείται το άρθρο 120 (του Συντάγματος).
Συμπέρασμα 1:
Δεν είναι νοητή η «ενεργοποίηση» του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος με μια δήλωση. Η διάταξη αυτή αφορά περιπτώσεις βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος ή απόπειράς της.
Ισχυρισμός 2:
Έχει καταλυθεί το Σύνταγμα από 24/11/2011 και τελείται έκτοτε εσχάτη προδοσία.
Συμπέρασμα 2:
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι έχει καταλυθεί από το 2011 το Σύνταγμα, ούτε συμβαίνει βίαιη κατάλυσή του ή απόπειρα κατάλυσης τα τελευταία χρόνια. Η αναφερόμενη διαβίβαση προς τη Βουλή μήνυσης για εσχάτη προδοσία λόγω ψήφισης του πρώτου μνημονίου, δεν αποτελεί ένδειξη ότι πράγματι έχει τελεστεί εσχάτη προδοσία. Δεν προκύπτει να έχει οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη, ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει το πρώτο μνημόνιο αντισυνταγματικό.
Ισχυρισμός 3:
Όποιος γίνεται θεματοφύλακας του Συντάγματος ή ενεργοποιεί το άρθρο 120 δεν δεσμεύεται γενικά από τους νόμους ή ειδικά από τις αποφάσεις για τα περιοριστικά μέτρα κατά της COVID-19. Μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος και να παίρνει το νόμο στα χέρια του.
Συμπέρασμα 3:
Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Η ιδιότητα του θεματοφύλακα δεν συνεπάγεται εξαίρεση από τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους, δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο άμυνας, ούτε επιτρέπει σε κάποιον να αυτοδικεί.
Ισχυρισμός 4:
Δικαστήριο στην Αθήνα έχει δικαιώσει θεματοφύλακες λόγω της ιδιότητάς τους, και βάσει της απόφασης τα πρόστιμα είναι παράνομα.
Συμπέρασμα 4:
Κυκλοφορεί μόνο ένα απόσπασμα δικαστικής απόφασης (ΤριμΠλημΑθ 44/2021) που αθωώνει τρεις πολίτες για το ποινικό σκέλος της συμπεριφοράς μη χρήσης μάσκας, χωρίς να προκύπτει το σκεπτικό της αθώωσης. Δεν είχε θέμα η υπόθεση τα διοικητικά πρόστιμα, ούτε προκύπτει ότι ακυρώθηκαν.
Ισχυρισμός 5:
Έχουν εκδοθεί από νομοθέτη-δικαστή-θεματοφύλακα του Συντάγματος έγκυρες νομοθετικές πράξεις που ακυρώνουν τα περιοριστικά μέτρα και τα πρόστιμα λόγω μη τήρησής τους.
Συμπέρασμα 5:
Τα κείμενα αποτελούν ανυπόστατες πράξεις και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Πρόκειται για αυθαίρετους τίτλους, που σφετερίζονται τα συνταγματικά καθορισμένα όργανα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Κυκλοφορούν στο διαδίκτυο διάφορες εκδοχές της αποκαλούμενης ως «ιερής δήλωσης», με την οποία μπορεί κάποιος να «ενεργοποιήσει» το άρθρο 120 του Συντάγματος. Εκτός του ότι πολλά τα οποία αναφέρονται σε αυτήν (περί διάπραξης σωρείας βαρέων εγκλημάτων) δεν έχουν κάποια βάση, δεν ισχύει ότι αυτή η «αναφορά-καταγγελία» μπορεί να δεσμεύει τα πολιτειακά ή διοικητικά όργανα ή άλλα πρόσωπα, ούτε εξαιρεί τους αυτοαποκαλούμενους «θεματοφύλακες» από τους νόμους που ισχύουν.
Από πότε κυκλοφορεί;
Η «ιερή δήλωση» κυκλοφορεί τουλάχιστον από το 2012. Παλαιότερες εκδόσεις της μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ, και μια ανανεωμένη εκδοχή της εδώ κι εδώ. Σημειώνεται εκ των προτέρων ότι όσοι αναφέρονται σε «ιερή δήλωση», «ενεργοποίηση του άρθρου 120», «θεματοφύλακες του Συντάγματος» δεν αποτελούν ενιαίο χώρο, αλλά συγκροτούνται σε διάφορες ομάδες που διακινούν διάφορες παρεμφερείς εκδοχές της «αναφοράς-καταγγελίας».
Συνοπτικά, η αναφορά-καταγγελία, που απευθύνεται συνήθως προς πολιτειακές, δικαστικές, διοικητικές, αστυνομικές κ.ά. αρχές, καταγγέλλει κατάλυση του Συντάγματος και διάφορα άλλα εγκλήματα, επικαλείται το άρθρο 120 (ακροτελεύτια διάταξη) του Συντάγματος, και μνημονεύει μία μηνυτήρια αναφορά ενός γιατρού για «εσχάτη προδοσία» που φέρεται να διαβιβάστηκε στη Βουλή των Ελλήνων την 24/11/2011, ημερομηνία από την οποία «τελούνται» τα καταγγελλόμενα εγκλήματα.
Έχει κάποια βάση;
Θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής.
Το άρθρο 120 του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδος αναφέρει στην παρ. 4 ότι:
«H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»
Όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν η καθηγήτρια της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Ευγενία Πρεβεδούρου:
Η υποχρέωση αντίστασης αφορά τη βίαιη κατάλυση του Συντάγματος, δηλαδή την εκμηδένιση της ισχύος του με χρήση είτε φυσικής βίας (π.χ. με όπλα σε περίπτωση πραξικοπήματος) είτε θεσμικής βίας (π.χ. καταστρατήγηση συνταγματικών διατάξεων, που καταλήγει στην αδυναμία άσκησης των δικαιωμάτων των πολιτών ή την παρακώλυση των λειτουργιών του πολιτεύματος που απορρέουν από την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας). Αντίθετα, δεν υφίσταται δικαίωμα αντίστασης στην περίπτωση συναινετικής κατάλυσης του Συντάγματος (π.χ. κατάργηση της βασιλείας μετά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος), ούτε όταν παρατηρούνται μεμονωμένα φαινόμενα βίας για την καταστολή παράνομων κινητοποιήσεων ή όταν αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων του Συντάγματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 αυτού.
Κατά τον Α. Μανιτάκη, το δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 120 §4 βρίσκεται μεταξύ ηθικο-πολιτικού δικαιώματος, πραγματικού γεγονότος και εκδήλωσης συνταγματικού πατριωτισμού (ομότιτλο άρθρο, ΝοΒ 2004, σ. 905). Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθοριστούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις σύννομης άσκησης του δικαιώματος αντίστασης, το οποίο εμφανίζεται αναγκαίο και φυσιολογικό σε συνθήκες ξένης κατοχής ή δικτατορίας που έχει επιβληθεί με τη βία για την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας, ενώ μοιάζει αχρείαστο σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση, οι πρακτικές αντίστασης αποτελούν το έσχατο μέσο για την τήρηση της συνταγματικής τάξης, ενώ η συστηματική προσφυγή σε αυτές συνιστά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος.
Επίσης, όπως έχει επισημάνει και η Δρ. Συνταγματικού Δικαίου Αλκμήνη Φωτιάδου:
Δεν αποτελεί κατάλυση η παραβίαση συνταγματικών άρθρων για την οποία υπάρχει άλλωστε και η ασφαλιστική δικλείδα του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ούτε η υποχώρηση κάποιων δικαιωμάτων, ούτε η εκχώρηση κυριαρχίας μέσω διεθνών συνθηκών, ούτε η αναστολή διατάξεων λόγω κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Η βίαιη κατάλυση που δικαιολογεί αντίσταση με κάθε μέσο αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου τα θεσμικά αντίβαρα δεν μπορούν να λειτουργήσουν.
Με λίγα λόγια, το άρθρο 120 ανάγει πράγματι σε ύστατο εγγυητή της συνταγματικής νομιμότητας τους πολίτες, πλην όμως δεν προκύπτει ότι μια έγγραφη δήλωση «ενεργοποιεί» το άρθρο 120 ούτε αυτοτελώς η υποβολή μήνυσης για τέλεση αδικημάτων -όπως εσχάτη προδοσία- συνεπάγεται ότι πράγματι έχουν τελεστεί τα αδικήματα. Επιπροσθέτως, δεν παρατηρούνται κατά τα έτη που κυκλοφορεί η «ιερή δήλωση» απόπειρες για βίαιη κατάλυση του Συντάγματος, με την έννοια που αναφέρεται παραπάνω.
Ειδικότερα, η ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 2011, την οποία αναφέρει και η ομιλήτρια στο βίντεο, αναφέρεται σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής που έλαβε χώρα εκείνη την ημέρα, και όπου αναφέρθηκε το εξής:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω την τιµή να ανακοινώσω στο Σώµα ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβίβασε στη Βουλή σύμφωνα µε το άρθρο 86 του Συντάγµατος και του ν.3126/2003 ποινική ευθύνη των Υπουργών, όπως ισχύει, δικογραφία κατά µελών της Κυβέρνησης.
[πρακτικά ΛΕ’ συνεδρίασης Γ’ συνόδου της ΙΓ’ περιόδου]
Οι υπογράφοντες την «ιερή δήλωση» ισχυρίζονται ότι διαβιβάστηκε κατά τα ανωτέρω μήνυση για εσχάτη προδοσία λόγω κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας με την ψήφιση του «Μνημονίου 1» και, αφότου διαβιβάστηκε στη Βουλή τέτοια δικογραφία, η Ελλάδα βρίσκεται «σε κατοχή», οι βουλευτές, δικαστές, υπουργοί, αξιωματικοί κλπ έχουν καταπατήσει τον όρκο τους, επί της ουσίας δηλαδή συμβαίνει «κατάργηση» του Συντάγματος. Σημειωτέον πως ο συντάξας τη μήνυση βάσει της οποίας σχηματίστηκε η προαναφερθείσα δικογραφία, είναι ο ιατρός Δημήτρης Αντωνίου, παραπληροφόρηση από τον οποίο επισημάναμε πρόσφατα στα άρθρα μας:
- Ψευδοεπιστημονική παραπληροφόρηση σχετικά με τo εμβόλιo mRNA για τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 από Έλληνα γιατρό.
- Κινδυνολογία και ψευδοεπιστημονική παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια mRNA
Είναι γνωστό πως η υποβολή μήνυσης ή αναφοράς προς διερεύνηση ποινικών ή άλλων αδικημάτων, από μόνη της δεν συνεπάγεται ότι πράγματι έχουν αυτά τελεστεί, ούτε παράγει αυτομάτως έννομα αποτελέσματα τα οποία να επικαλούνται π.χ. τρίτα πρόσωπα.
Μάλιστα, για την εν λόγω υπόθεση, πέραν μίας αναφερόμενης διαβίβασης της μήνυσης από τη Βουλή προς τα τακτικά δικαστήρια για τυχόν περαιτέρω έρευνα, δεν υπάρχει καμία πληροφορία ότι συνεχίστηκε ή ολοκληρώθηκε σε στάδιο προκαταρκτικό κάποια εισαγγελική έρευνα (προδικασία), ούτε βέβαια ότι οδηγήθηκε η υπόθεση σε δικαστήριο. Μάλιστα, για το πρώτο «Μνημόνιο» (του οποίου η ψήφιση αναφέρεται ως πράξη εσχάτης προδοσίας στη μήνυση), το Συμβούλιο της Επικρατείας στη νομολογία του δεν το έκρινε αντισυνταγματικό, ούτε σε σημαντική απόφασή του. (Ολομ. ΣτΕ 668/2012).
Τέλος, οι αναφορές της καταγγελίας για «κατεχόμενη χώρα», «γενοκτονία των Ελλήνων», «παράδοση εθνικής κυριαρχίας» κοκ είναι αόριστες και δεν υπάρχει κάποια προφανής ένδειξη ότι έχει συμβεί ή εξακολουθεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Η καταγγελία, μεταξύ άλλων, για «παραχώρηση» της Μακεδονίας ή «παράδοσή» της με βάση τη «Συμφωνία των Πρεσπών» δεν θεμελιώνεται με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο στα κείμενα αυτά, ούτε, γενικότερα, προκύπτει κάποιου είδους εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας ή επιβεβαίωση της «κατοχής» της.
Εν ολίγοις, δεν προκύπτουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι το Σύνταγμα έχει καταλυθεί ή έχει γίνει απόπειρα βίαιης κατάλυσής του, ούτε έχει προκύψει τελεσφόρηση της αναφερόμενης μήνυσης από το 2011, ενώ και το Μνημόνιο 1 δεν έχει αξιολογηθεί ως αντισυνταγματικό από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο. Δεν υπάρχει, επίσης, κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό κατοχή.
Ενσωμάτωση ψευδών ειδήσεων και συνωμοσιολογιών
Σημειωτέον ότι σε πρόσφατες εκδοχές της «ιερής δήλωσης» συμπεριλαμβάνονται αναφορές σε ψευδείς ειδήσεις και συνωμοσιολογικές αναφορές, όπως παρακάτω:
[…] αφορά την εκ μέρους όλων των μελών της Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης άμεση συνέργειά τους σε βίαιη κατάλυση του Συντάγματος αλλά και σε ανήθικη πράξη εξαναγκασμού, εκμεταλλευόμενοι τον κατ οίκον περιορισμό μας προκειμένου ανενόχλητοι να φέρνουν και να εγκαταστήσουν στην ενδοχώρα, είτε σε δομές κλειστού ή ανοιχτού τύπου, είτε σε κατασχεθέντα ή νοικιασμένα σπίτια – διαμερίσματα, εισβολείς λαθρομετανάστες πρόσφυγες, μετανάστες ή οποιουδήποτε άλλου τύπου έποικων»
Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 έχουμε καταρρίψει τις εξής ψευδείς ειδήσεις:
- Όχι, η κυβέρνηση ΔΕΝ υπέγραψε για 28 νέα hotspot
- Το lockdown στην Κοζάνη ΔΕΝ έγινε γιατί ανοίγει νέα δομή μεταναστών
- Το lockdown στον Εύοσμο δεν έγινε γιατί δημιουργούν νέο hot spot
- Στη φωτογραφία ΔΕΝ φαίνονται εικόνες από μεζονέτες που χτίζονται στην Καβάλα για πρόσφυγες και μετανάστες
- Το lockdown ΔΕΝ έγινε για να πραγματοποιηθεί μεταφορά προσφύγων στο Νεστόριο Καστοριάς
Σε άλλο σημείο, διαβάζουμε:
«… θα [εκτελέσω] οποιονδήποτε και με την όποια ιδιότητα, συμμετείχε σε έργα εγκατάστασης συστημάτων πχ σε εργασίες δικτύου 5G που η λειτουργία τους πρόκειται να επιφέρει βλάβες στην δημόσια υγεία»
Ωστόσο, όπως έχουμε επισημάνει σε δεκάδες άρθρα μας τους τελευταίους μήνες, τα ασύρματα συστήματα 5ης γενιάς (5G) δεν έχουν συνδεθεί αιτιολογικά με κανένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, ούτε και με τον κορωνοϊό.
Τέλος, εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, και ευθείες αντιεμβολιαστικές αναφορές:
Ευθείες απειλές για βία και αυτοδικία
Σε εκδοχές της «ιερής δήλωσης» που κυκλοφορούν πρόσφατα εντοπίζουμε και τμήματα αυτής κατά την οποία ο εκάστοτε υποβάλλων την αναφορά προειδοποιεί ότι «λόγω της κατάλυσης του Συντάγματος» (κάτι που δεν ευσταθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω) νομιμοποιείται να προβεί σε ανθρωποκτονίες και αυτοδικία για όποιο σοβαρό, κατ’ αυτόν, έγκλημα βλέπει να εκτελείται (όπως ένας αλλοδαπός να εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια ή κάποιος να εγκαθιστά… εξοπλισμό τεχνολογίας 5G).
Δεν ισχύουν για τους θεματοφύλακες οι νόμοι;
Πέραν των ανωτέρω ζητημάτων, ιδιαίτερα προβληματικό είναι το σημείο εκείνο των ισχυρισμών των αυτοαποκαλούμενων ως «θεματοφυλάκων του Συντάγματος» όπου αναφέρουν ότι δήθεν ένα ακριβές αντίγραφο της κατατεθείσας αναφοράς ή παρόμοιο αποδεικτικό υποβολής της δήλωσης μπορεί να αποτελεί λόγο για να μην τους δεσμεύει η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
Όμως, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στο ελληνικό νομικό σύστημα που να υποστηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό, καθότι μάλιστα όλοι οι Έλληνες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (άρθρο 4 του Συντάγματος, παρ. 1). Σημειώνεται ότι η λήψη και πρωτοκόλληση από τις αρμόδιες υπηρεσίες ενός εγγράφου όπως η «ιερή δήλωση» δεν προδικάζει επί της ουσίας αποδοχή ή υιοθέτηση των καταγγελλομένων, δεν αποδεικνύει ούτε προσδίδει βασιμότητα στις, αβάσιμες, κατά τα παραπάνω, καταγγελίες, ούτε παράγει κάποιο δικαίωμα συλλήβδην εξαίρεσης από τους νόμους, ούτε και δεσμεύει τις αρχές να μην εφαρμόζουν τη νομοθεσία για τους «θεματοφύλακες».
Για παράδειγμα, σε βίντεο που είχαμε εξετάσει αναφερόταν ότι με το έγγραφο μπορεί κανείς να κινείται ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό – αν και ισχύουν περιοριστικά της ελευθερίας μετακίνησης μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του πανδημικού κορωνοϊού SARS-CoV-2 [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3].
Η υποβολή τέτοιας δήλωσης, όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους μετακίνησης και δεν αποτελεί αυτή καθαυτή λόγο εξαίρεσης από τα περιοριστικά μέτρα.
Σύσταση (ΦΕΚ) της Βουλής σε σώμα δεν έχει γίνει.
Από τους υποστηρικτές της «ιερής δήλωσης» μνημονεύεται επίσης μια ανυπόστατη θεωρία που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια, ότι η Βουλή των Ελλήνων «δεν έχει συσταθεί σε σώμα» και «δεν υπάρχει ΦΕΚ σύστασης της Βουλής» – λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιχειρηματολογία αφορά την έναρξη λειτουργίας μιας «νέας βουλής» που προκύπτει κατόπιν διάλυσης της προηγούμενης βουλής ή λήξης της βουλευτικής περιόδου, κυρίως δηλαδή κατόπιν εκλογών (π.χ. διανύουμε, κατά τη συγγραφή του άρθρου την ΙΗ΄ Περίοδο Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας). Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια τέτοια συνταγματική ή νομοθετική απαίτηση επακριβώς, ούτε έχει παραβιαστεί κάποιος σχετικός κανόνας.
Ο Κανονισμός της Βουλής [διαβάστε σε μορφή e-book] αναφέρει:
«Εναρκτήρια συνεδρίαση – προσωρινό προεδρείο
Άρθρο 1
1. Η ημερομηνία σύγκλησης της Βουλής σε πρώτη συνεδρίαση (εναρκτήρια συνεδρίαση) της βουλευτικής περιόδου καθορίζεται από το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της βουλής ή λήξης της βουλευτικής περιόδου σύμφωνα με το Σύνταγμα. (…)
Κήρυξη της έναρξης των εργασιών της βουλευτικής περιόδου
Άρθρο 2
Η κήρυξη της έναρξης των εργασιών της βουλευτικής περιόδου γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αυτοπροσώπως ή διά του Πρωθυπουργού, μετά την εκλογή του Προεδρείου της Βουλής (…)
Ανακοίνωση των ονομάτων και ορκωμοσία των βουλευτών
Άρθρο 3
1. Ο προσωρινός Πρόεδρος, αμέσως μόλις κηρυχθεί η έναρξη των εργασιών της πρώτης συνεδρίασης της βουλευτικής περιόδου, ανακοινώνει στη Βουλή τον κατάλογο των Βουλευτών που ανακηρύχθηκαν σύμφωνα με το νόμο. Ο κατάλογος αυτός καταχωρίζεται στα Πρακτικά και ενημερώνεται (…)
2. Στη συνέχεια, ο προσωρινός Πρόεδρος της Βουλής καλεί τους Βουλευτές που έχουν ανακηρυχθεί και παρευρίσκονται στη συνεδρίαση να δώσουν τον οριζόμενο όρκο. (…)
4. Από την ορκωμοσία τους οι Βουλευτές αναλαμβάνουν την άσκηση των καθηκόντων τους».
Τα παραπάνω βήματα αποτελούν τη θεσπισθείσα διαδικασία σύγκλησης της Βουλής σε πρώτη συνεδρίαση της βουλευτικής περιόδου, κατά την οποία λαμβάνει χώρα επίσημη κήρυξη έναρξης των εργασιών της, η ανακοίνωση του καταλόγου των ανακηρυχθέντων βουλευτών και η ορκωμοσία τους, τυπική διαδικασία κατόπιν της οποίας αναλαμβάνουν οι βουλευτές την άσκηση των καθηκόντων τους.
Δεν απαιτείται κάποια κυριολεκτική «σύσταση της βουλής σε σώμα», αλλά η σύγκληση της εναρκτήριας συνεδρίασης και η ορκωμοσία των βουλευτών που έχουν ανακηρυχθεί, όπως περιγράφεται στα βασικά της σημεία παραπάνω και εξειδικεύεται από τον Κανονισμό της Βουλής (ΚτΒ).
Παράδειγμα τήρησης της ανωτέρω περιγραφόμενης διαδικασίας αποτελεί και η πιο πρόσφατη (κατά τη συγγραφή του άρθρου) σύγκληση εναρκτήριας συνεδρίασης, αυτής με την οποία ξεκίνησε η ΙΗ΄ βουλευτική περίοδος, μετά τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, και η οποία έλαβε χώρα στις 17 Ιουλίου 2019. [πηγή]
Σημειώνεται μάλιστα ότι καταρχήν δεν συμπεριλαμβάνονται στη δημοσιευτέα σε ΦΕΚ ύλη (δηλαδή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που εκδίδεται σε φύλλα) τα Πρακτικά της Βουλής – προβλέπονται ξεχωριστοί τόμοι/τεύχη («Πρακτικά Βουλής», βλ. άρθρο 61 του ΚτΒ). Επιπλέον, τα πρακτικά των συνεδριάσεων, που συμπεριλαμβάνουν και τα παραπάνω ουσιώδη για τη σύγκληση της εναρκτήριας συνεδρίασης της «νέας» βουλής και την ανάληψη των καθηκόντων από τους βουλευτές στοιχεία, είναι δημόσια διαθέσιμα και ελεύθερα προσβάσιμα στο διαδίκτυο. [πηγή 1] [πηγή 2]
Έχουν δικαιωθεί σε δικαστήριο οι «θεματοφύλακες» λόγω της ιδιότητάς τους;
Τον Ιανουάριο του 2021 κυκλοφόρησε ένα απόσπασμα απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (Αυτόφωρο, υπ’ αριθμόν 44/2021), αθωωτική για τους «θεματοφύλακες» κατηγορουμένους με τον ισχυρισμό ότι δείχνει ότι «τα πρόστιμα είναι παράνομα», ότι «χωρίς συναίνεση κανείς δεν μπορεί να σου επιβάλλει τη χρήση μάσκας» κοκ.
Ωστόσο, αυτό είναι μόνον ένα απόσπασμα της απόφασης, και σε κανένα σημείο δεν αναφέρει ότι «τα πρόστιμα είναι παράνομα» ή οτιδήποτε από τα ανωτέρω. Στην πραγματικότητα, οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι του ποινικού αδικήματος του άρθρου 285 του Ποινικού Κώδικα (285 ΠΚ), που, μεταξύ άλλων, ορίζει:
Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) … β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.
Τα «μέτρα του έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή» εν προκειμένω ήταν οι διατάξεις της τότε ισχύουσας Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ. οικ.: 2/2.1.2021, ΦΕΚ Β’ 1/2-1-2021) περί υποχρεωτικής χρήσης μάσκας, διάταξη την οποία φέρεται να είχαν παραβεί.
Πέραν του γεγονότος ότι η, μη περιγραφόμενη, συμπεριφορά τους δεν υπήχθη στην ανωτέρω διάταξη (είτε π.χ. για λόγους μη πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, είτε λόγω άρσης του αδίκου, είτε λόγω μη διαπίστωσης δόλου ή λόγω άρσης του καταλογισμού -και ούτω καθεξής), δεν παρατίθεται ούτε στο κείμενο του αποσπάσματος, ούτε στις δημοσιεύσεις που κυκλοφορούν το σκεπτικό του δικαστηρίου, με το οποίο οι εν λόγω «θεματοφύλακες» αθωώθηκαν, επομένως σε καμία περίπτωση με βάση το απόσπασμα δεν δικαιώνονται οι ισχυρισμοί των «θεματοφυλάκων» περί «ενεργοποίησης» του άρθρου 120 και μη δέσμευσής τους από τα ισχύοντα μέτρα.
Εξάλλου, η συμπεριφορά μη χρήσης μάσκας σε τόπο και χρόνο κατά τον οποίο απαιτείται, επισύρει και τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπουν οι εκάστοτε ισχύουσες κανονιστικές πράξεις, όπως, μεταξύ άλλων, χρηματικό πρόστιμο (διοικητική κύρωση), για τις οποίες καμία απόδειξη δεν υπάρχει ότι έχει συμβεί ακύρωση επειδή κάποιος δηλώνει θεματοφύλακας. Ο ίδιος ο κ. Αποστολόπουλος, για παράδειγμα, που συγκαταλέγεται στους αθωωθέντες, έχει αναφέρει ότι του έχουν επιβληθεί αρκετά πρόστιμα («έχω μια βαλίτσα από πρόστιμα»), αλλά δεν έχει διατυμπανίσει καμία ακύρωσή τους, απλώς «δεν τα δίνει σημασία».
Σύμφωνα με το Δικηγόρο και Δρ Ποινικού Δικαίου κ. Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο:
«Η εν λόγω απόφαση αφορά ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρ. 285 ΠΚ (παραβίαση των μέτρων για την πρόληψη ασθενειών), το οποίο αποτελεί ποινικό αδίκημα και δεν έχει σχέση με την διοικητική διαδικασία βεβαίωσης του προστίμου. Το πρόστιμο προσβάλλεται από τον πολίτη με διαφορετική, διοικητική διαδικασία, η οποία κρίνει άλλα ζητήματα από αυτά τα οποία έκρινε η ως άνω ποινική απόφαση. Συνοψίζοντας, η προσβολή του προστίμου και η ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρ. 285 ΠΚ αποτελούν διαφορετικές διαδικασίες, με διαφορετικές προϋποθέσεις και διαφορετικές έννομες συνέπειες. Μπορεί κάποιος κάλλιστα να αθωωθεί για το αδίκημα του άρ. 285 ΠΚ, αλλά να μην επιτύχει την διαγραφή του διοικητικού προστίμου».
Αξίζει να αναφερθεί ότι η «ενεργοποίηση του άρθρου 120» από κατοίκους της Μαγνησίας δεν υπήρξε αρκετή για να αποφύγουν την εις βάρος τους επιβολή ποινικών κυρώσεων, καθώς κατηγορήθηκαν για εξύβριση, απειλή, διατάραξη δημόσιας υπηρεσίας και άρνηση εγκληματολογικής σήμανσης και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. [πηγή]
Η αντιποίηση της νομοθετικής εξουσίας
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν διάφορες εκδοχές «θεματοφυλάκων». Μία από αυτές εμφανίζεται να έχει «συστήσει» δικά της πολιτειακά όργανα, που παράγουν «νομοθετήματα» με τα οποία «ακυρώνονται» όσα μέτρα ισχύουν για την πανδημία της COVID-19.
Και σε αυτήν την περίπτωση, επειδή κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι νομοθέτης, δεν σημαίνει ότι έχει κάποιο πραγματικό, νομικό αντίκρισμα οποιαδήποτε κείμενό του. Ένας αυτόκλητος «νομοθέτης» ή «δικαστής» δεν έχει καμία πραγματική θεσμική εξουσία και οι πράξεις του είναι ανυπόστατες, δεν παράγουν δηλαδή καμία έννομη συνέπεια για κανένα πρόσωπο εντός της ελληνικής επικράτειας, και κανείς δεν μπορεί να αξιώνει δικαιώματα με βάση ένα κείμενο που υπέγραψε ένας αυθαίρετα αυτοαποκαλούμενος νομοθέτης.
Συμπέρασμα
Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν, με διάφορες παραλλαγές, έντυπα αναφορών-καταγγελιών για βαρέα πολιτειακά εγκλήματα (κατάλυση του συντάγματος, εσχάτη προδοσία, κατοχή, παράδοση εθνικής κυριαρχίας κοκ) που απευθύνονται προς τις αρχές, και με τα οποία έντυπα (συνήθως αποκαλούμενα «ιερή δήλωση») ενεργοποιείται το άρθρο 120 του ελληνικού Συντάγματος. Με βάση την κατάθεση αυτού του είδους της δήλωσης, μπορεί κάποιος να γίνει «θεματοφύλακας» του Συντάγματος, και να μην δεσμεύεται από τους ισχύοντες νόμους.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχουν ούτε προσκοκμίζονται προς εξέταση σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τέτοια αδικήματα ή ότι έχει καταλυθεί βιαίως το Σύνταγμα κατά το χρόνο που κυκλοφορούν αυτές οι αναφορές-καταγγελίες.
Επιπροσθέτως, η υποβολή μήνυσης το 2011 περί τέλεσης εσχάτης προδοσίας δεν αποτελεί απόδειξη ότι όντως έχει τελεστεί τέτοιο έγκλημα, ενώ αυτή η υπόθεση δεν έχει δικαστικά οδηγήσει σε κανένα αποτέλεσμα.
Η υποβολή προς τις αρχές ενός κειμένου όπως η «ιερή δήλωση ενεργοποίησης του άρθρου 120» ή «η αναφορά-καταγγελία που σε καθιστά θεματοφύλακα» δεν αποτελεί τρόπο ενεργοποίησης του άρθρου 120 του Συντάγματος, καθώς δεν νοείται να «ενεργοποιείται» μέσω δήλωσης κάποιο άρθρο του Συντάγματος, ούτε συμβαίνει κάποια βίαιη κατάλυση του Συντάγματος ή απόπειρά της.
Η υποβολή μιας τέτοιας αναφοράς προς τις αρχές δεν αποτελεί τρόπο εξαίρεσης του υποβάλλοντος αυτήν από τους νόμους που ισχύουν εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως, για παράδειγμα, τις υπουργικές αποφάσεις που επιβάλλουν περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της COVID-19 και πρόστιμα για τη μη τήρησή τους. Δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, τρόπο νόμιμης αυτοδικίας.
Καμία δικαστική απόφαση δεν προκύπτει να δικαιώνει ή να υιοθετεί ισχυρισμούς των «θεματοφυλάκων» του Συντάγματος.
Οι διακινούμενες ως «νομοθετικές» πράξεις που εκδίδονται από πρόσωπα που έχουν «ενεργοποιήσει» το άρθρο 120 δεν έχουν καμία νομική υπόσταση, ούτε παράγουν δεσμευτικότητα ή άλλα νομικά αποτελέσματα στην Ελλάδα.