Ποιοι είμαστε
Αρχική Όχι, μελέτη δεν διαπίστωσε πως το 29% των εφήβων αναπτύσσει καρδιακά προβλήματα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της PfizerΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΨΕΥΔΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

Όχι, μελέτη δεν διαπίστωσε πως το 29% των εφήβων αναπτύσσει καρδιακά προβλήματα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer

30 Αυγ
2022

@

Ευαίσθητο περιεχόμενο

Αυτή η εικόνα περιέχει ευαίσθητο περιεχόμενο το οποίο μπορεί για κάποιους χρήστες μπορεί να είναι προσβλητικό ή ενοχλητικό

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε πριν 2 έτη.

Ισχυρισμός 1:

Σύμφωνα με νέα έρευνα στην Ταϊλάνδη, το 29% των εφήβων αναπτύσσει καρδιακά προβλήματα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer.

Συμπέρασμα 1:

Η εν λόγω μελέτη δεν αναγνώρισε καρδιακά προβλήματα, αλλά καρδιακές επιδράσεις, οι οποίες κυμαίνονται από ταχυπαλμίες, αίσθημα παλμών, πόνο στο στήθος, δύσπνοια, και σε μόνο μια εκ των περιπτώσεων επιβεβαιώθηκε μυοπερικαρδίτιδα. Σύμφωνα με καρδιολόγους που ανέλυσαν τη μελέτη πολλά από τα ευρήματα μπορεί να είναι εντελώς φυσιολογικά σε νεαρές ηλικίες, ενώ οι ίδιοι οι ερευνητές ανέφεραν πως η υψηλότερη συχνότητα συμπτωμάτων που κατέγραψαν πιθανώς οφείλεται στη μεθοδολογία τους, και πως η μελέτη τους παρερμηνεύεται στα κοινωνικά δίκτυα. Οι ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές επιδράσεις που παρατηρήθηκαν ήταν ήπιες και παροδικές. Όλοι οι συμμετέχοντες που ανέφεραν συμπτώματα είχαν ήπια κλινική πορεία, φυσιολογική καρδιακή λειτουργία, και καμία ένδειξη μειωμένης ικανότητας άντλησης στον καρδιακό μυ, και τα όποια και κλινικά συμπτώματα υποχώρησαν αυθόρμητα και γρήγορα σε όλους τους ασθενείς.

Ισχυρισμός 2:

Τα ευρήματα ενισχύουν τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων για τον COVID, τα οποία αναπτύχθηκαν πολύ πιο γρήγορα από τα παραδοσιακά εμβόλια.

Συμπέρασμα 2:

Οι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη γρήγορη ανάπτυξη των εμβολίων δεν έχουν να κάνουν με την ασφάλεια τους. Η τεχνολογία mRNA αναπτύσσεται εδώ και δεκαετίες, κάτι που βοήθησε στην ταχύτερη ανάπτυξη τους. Επιπροσθέτως τα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφαλείας στέλνονταν στους αρμόδιους φορείς παράλληλα με τη διεξαγωγή της δοκιμής, κάτι που μείωσε δραματικά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τέλος, το υψηλό ποσοστό επιπολασμού στην κοινότητα βοήθησε στην εύρεση αρκετών εθελοντών για τη διεξαγωγή των κλινικών δοκιμών, κάτι που σε συνθήκες εκτός πανδημίας θα έπαιρνε αρκετό περισσότερο καιρό.

Ισχυρισμός 3:

Ερευνητές των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει «υψηλό ποσοστό επαλήθευσης των αναφορών μυοκαρδίτιδας που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «η υπο-αναφορά είναι πιο πιθανή» από την υπερβολική αναφορά

Συμπέρασμα 3:

Η εν λόγω μελέτη που επικαλείται το δημοσίευμα δεν αφορά την υπόθεση της υποκαταγραφής, αυτή όμως αναφέρεται στο κείμενο της ως ένας από τους βασικούς περιορισμούς των συστημάτων παθητικής επιτήρησης, στο ίδιο πλαίσιο με την υπερβολική αναφορά. Η μελέτη πιθανολογεί πως, ως περιορισμός της, είναι πιο πιθανή η υποαναφορά περιστατικών μυοκαρδίτιδας, ωστόσο ο βαθμός των υποαναφορών διαφέρει ανάλογα με την περίπτωση. Συμπτώματα μικρής σοβαρότητας εμφανίζονται αρκετά συχνά μετά τον εμβολιασμό και πολλές φορές δεν καταγράφονται, ενώ αντιθέτως, σοβαρότερα και σπανιότερα συμπτώματα είναι πολύ πιο πιθανό να αναφερθούν, ειδικά όταν συμβαίνουν αμέσως μετά τον εμβολιασμό, ακόμα και αν είναι τυχαία και δεν σχετίζονται με αυτόν.

Ισχυρισμός 4:

Πρόσφατη μελέτη από το Ισραήλ αποδεικνύει πως ο κίνδυνος εμφάνισης μυοκαρδίτιδας μετά τη νόσηση από COVID-19 δεν είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο εμφάνισης μυοκαρδίτιδας από τον εμβολιασμό.

Συμπέρασμα 4:

Η συνολική βιβλιογραφία έχει τεκμηριώσει ότι στον γενικό πληθυσμό η συχνότητα είναι σημαντικά υψηλότερη έπειτα από τη νόσηση αλλά ακόμη δεν έχει προκύψει σαφές συμπέρασμα, ειδικά για την υποομάδα των νέων ανδρών. Εντούτοις, ειδικά στα παιδιά, η COVID-19 μπορεί να προκαλέσει πολύ ευρύτερα και σοβαρότερα καρδιακά προβλήματα όπως μακρά COVID με σειρά χρόνιων συμπτωμάτων, αρρυθμίες, ή Πολυσυστημικό Φλεγμονώδες Σύνδρομο (MIS-C), ενώ τυχόν περιπτώσεις μυοπερικαρδίτιδας που μπορεί να εμφανιστούν λόγω του εμβολιασμού συνήθως είναι σημαντικά πιο ήπιες.

Δημοσιεύματα που κυκλοφορούν τις τελευταίες ημέρες σε ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα προβάλλουν τον ισχυρισμό πως, σύμφωνα με νέα έρευνα στην Ταϊλάνδη, το 29% των εφήβων αναπτύσσει καρδιακά προβλήματα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι παραπλανητικός.

Παραδείγματα: anazitiseis.gr, primenews.press, gegonotstomikroskpio.com

Παραδείγματα αναρτήσεων στο Facebook:

Στα υπό εξέταση δημοσιεύματα διαβάζουμε τα εξής:

Έρευνα διαπιστώνει ότι το 29% των εφήβων αναπτύσσει καρδιακά προβλήματα μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer!

Σχεδόν το 30 τοις εκατό των παιδιών που έλαβαν το εμβόλιο COVID-19 της Pfizer υπέστησαν καρδιακές επιδράσεις, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από την Ταϊλάνδη.

Η μελέτη, που κυκλοφόρησε ως προεκτύπωση και δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους, εξέτασε 301 μαθητές από την Ταϊλάνδη μεταξύ 13 και 18 ετών που είχαν λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου χωρίς αρνητικά αποτελέσματα για να δει πώς αντέδρασαν στη δεύτερη δόση.

«Καρδιαγγειακές επιδράσεις βρέθηκαν στο 29,24% των ασθενών, που κυμαίνονται από ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών και μυοπερικαρδίτιδα», ανέφερε η έρευνα.

«Η μυοπερικαρδίτιδα επιβεβαιώθηκε σε έναν ασθενή μετά τον εμβολιασμό. Δύο ασθενείς είχαν υποψία περικαρδίτιδας και τέσσερις ασθενείς είχαν υποψία υποκλινικής μυοκαρδίτιδας. Συμπέρασμα: Οι καρδιαγγειακές επιδράσεις σε εφήβους μετά τον εμβολιασμό με Pfizer COVID-19 περιελάμβαναν ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών και μυοκαρδίτιδα.

«Η κλινική παρουσίαση της μυοπερικαρδίτιδας μετά τον εμβολιασμό ήταν συνήθως ήπια, με όλες τις περιπτώσεις να αναρρώνουν πλήρως εντός 14 ημερών», πρόσθεσαν οι ερευνητές. Ως εκ τούτου, οι έφηβοι που λαμβάνουν εμβόλια mRNA θα πρέπει να παρακολουθούνται για παρενέργειες, γιατί δεν έχουμε εικόνα για τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες.

«Οποιαδήποτε μορφή καρδιακής βλάβης σε νεαρά άτομα είναι ανησυχητική, καθώς οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι καρδιακής ανεπάρκειας και αιφνίδιου θανάτου είναι άγνωστοι», είπε ο Δρ Peter McCullough, εξέχων επικριτής της προπαγάνδας COVID-19, σε απάντηση στους The Epoch Times . στη μελέτη. «Αυτή είναι μία από τις [περίπου] 200 δημοσιευμένες εργασίες που καταδεικνύουν τους κινδύνους του εμβολιασμού κατά του COVID-19 υπερτερούν κατά πολύ κάθε θεωρητικού οφέλους».

«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ότι δεν υπάρχουν καρδιολόγοι που να θέλουν να δουν το παιδί τους να έχει καρδιακή τροπονίνη 2 φορές ή 40 φορές περισσότερο απο την φυσιολογική μετά τη χορήγηση κάποιου θεραπευτικού. » , πρόσθεσε ο καρδιολόγος δρ Anish Koka. «Τι ακριβώς πρέπει να κάνει κανείς με έναν έφηβο με τροπονίνη που είναι 2 φορές παραπάνω και είναι ασυμπτωματική; Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος σε νεαρούς αθλητές είναι προφανώς μια τρομακτική επιπλοκή και μέρος του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου που προέρχεται από υποκλινική μυοκαρδίτιδα».

Τα ευρήματα ενισχύουν τις συνεχείς ανησυχίες που εξακολουθούν να έχουν εκατομμύρια άνθρωποι σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων για τον COVID, τα οποία αναπτύχθηκαν πολύ πιο γρήγορα από τα παραδοσιακά εμβόλια στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Operation Warp Speed ​​του πρώην προέδρου Donald Trump.

Τον Μάρτιο, διαπιστώθηκε ότι 11.289 περιπτώσεις περικαρδίτιδας/μυοκαρδίτιδας μετά τον εμβολιασμό για τον COVID αναφέρθηκαν στη βάση δεδομένων του ομοσπονδιακού συστήματος αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών εμβολίων (VAERS) μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 25ης Φεβρουαρίου, που είναι ήδη το 47% των 24.177 αναφορών που υποβλήθηκαν για όλο το 2021.

Μια μελέτη του Απριλίου από το Ισραήλ δείχνει ότι η μόλυνση από COVID από μόνη της δεν μπορεί να ευθύνεται για τέτοιες περιπτώσεις, παρά τους ψεύτικους ισχυρισμούς για το αντίθετο.

Οι υπερασπιστές των εμβολίων ισχυρίζονται ακόμη ότι το VAERS προσφέρει μια υπερβολική άποψη για τους πιθανούς κινδύνους ενός εμβολίου, καθώς ο καθένας μπορεί να υποβάλει μια αναφορά χωρίς να το ελέγξει, αλλά οι ερευνητές των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει «υψηλό ποσοστό επαλήθευσης των αναφορών μυοκαρδίτιδας στο VAERS μετά από τα εμβόλια COVID-19», που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «η υπο-αναφορά είναι πιο πιθανή» από την υπερβολική αναφορά, υπολογίζεται σύμφωνα με έρευνες πως μόνο το 1% των περιπτώσεων αναγράφονται στην υπηρεσία VAERS.

Ακόμη και ειδικοί που είναι υπερ προς τα νέα εμβόλια έχουν αναγνωρίσει ότι η πιθανότητα μυοκαρδίτιδας που σχετίζεται με το εμβόλιο στους νεαρούς άντρες είναι ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό και «τα οφέλη του εμβολιασμού δεν υπερτερούν των παρενεργειών στις νεαρές ηλικίες».

Τι ισχύει

Αρχικά, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως η πηγή των υπό εξέταση δημοσιευμάτων είναι άρθρο της Καναδικής ιστοσελίδας lifesitenews.com, η οποία συστηματικά δημοσιεύει ψευδοεπιστημονικές ειδήσεις και συνωμοσιολογικό περιεχόμενο, ενώ τοποθετείται ενδελεχώς σε θέματα που ευνοούν τον ευαγγελικό χριστιανισμό, δηλαδή κατά της άμβλωσης, τον γάμο ομοφυλόφιλων, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, αλλά και την τρέχουσα πανδημία.

Τα εν λόγω δημοσιεύματα επικαλούνται μελέτη με τίτλο “Cardiovascular Effects of the BNT162b2 mRNA COVID-19 Vaccine in Adolescents” η οποία αρχικά δημοσιεύτηκε, σε μορφή προδημοσίευσης, στις 8 Αυγούστου 2020, ενώ στη συνέχεια δημοσιεύτηκε και η peer-reviewed έκδοση της, στις 19 Αυγούστου 2022. Η εν λόγω μελέτη όμως δεν αναφέρει για καρδιακά προβλήματα, αλλά καρδιαγγειακές επιδράσεις, οι οποίες όπως θα δούμε παρακάτω δεν είναι απαραίτητα επικίνδυνες, ούτε συσχετίζονται απαραίτητα με τον εμβολιασμό.

Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 301 νεαρά άτομα, από 13 έως 18 ετών από δύο σχολεία της περιοχής που έλαβαν τη δεύτερη δόση του εμβολίου BNT162b2 mRNA COVID-19. Τα αποτελέσματα της, όπως τα αναφέρουν οι ερευνητές, είναι τα εξής:

Οι πιο συχνές καρδιαγγειακές επιδράσεις ήταν ταχυκαρδία (7,64%), δύσπνοια (6,64%), αίσθημα παλμών (4,32%), πόνος στο στήθος (4,32%) και υπέρταση (3,99%). Επτά συμμετέχοντες (2,33%) εμφάνισαν τουλάχιστον έναν αυξημένο καρδιακό βιοδείκτη ή θετικές εργαστηριακές αξιολογήσεις. Καρδιαγγειακές επιδράσεις βρέθηκαν στο 29,24% των ασθενών, που κυμαίνονταν από ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών και μυοπερικαρδίτιδα. Η μυοπερικαρδίτιδα επιβεβαιώθηκε σε έναν ασθενή μετά τον εμβολιασμό. Δύο ασθενείς είχαν υποψία περικαρδίτιδας και τέσσερις ασθενείς είχαν υποψία υποκλινικής μυοκαρδίτιδας.

Στο συμπέρασμά της, η μελέτη καταλήγει στο εξής:

Η κλινική εικόνα της μυοπερικαρδίτιδας μετά τον εμβολιασμό ήταν συνήθως ήπια, με όλες τις περιπτώσεις να αναρρώνουν πλήρως εντός 14 ημερών. Ως εκ τούτου, οι έφηβοι που λαμβάνουν εμβόλια mRNA θα πρέπει να παρακολουθούνται για παρενέργειες.

Επιπροσθέτως, η peer-reviewed έκδοση της μελέτης, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

Σε αυτή τη μελέτη παρατήρησης, η κλινικά ύποπτη μυοπερικαρδίτιδα συσχετίστηκε προσωρινά με το εμβόλιο BNT162b2 mRNA COVID-19 σε ένα μικρό ποσοστό εφήβων ασθενών. Ο πόνος στο στήθος είναι ένα ανησυχητικό σύμπτωμα σε ασθενείς που λαμβάνουν εμβολιασμό BNT162b2 mRNA COVID-19, ειδικά μια δεύτερη δόση BNT162b2. Ο κίνδυνος για αυτά τα συμπτώματα βρέθηκε να είναι υψηλότερος από ό,τι αναφέρθηκε αλλού. Οι ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές εκδηλώσεις που παρατηρήθηκαν σε αυτή την εφηβική ομάδα ήταν ήπιες και παροδικές.

Ανάμεσα στους σχολιαστές της μελέτης, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, είναι και ο Dr. Peter A. McCullough. Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο Dr. McCullough έχει υποστηρίξει σειρά διαψευσμένων ισχυρισμών στο πλαίσιο της πανδημίας, γεγονός που οδήγησε ιατρικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα στην διακοπή κάθε συνεργασίας μαζί του και σε προειδοποιήσεις αφαίρεσης ιατρικών του πιστοποίησεων. Χαρακτηριστικά, μια προηγούμενη επιστημονική δημοσίευση στην οποία συμμετείχε ο Dr. McCullough, η οποία παρουσίαζε παραπλανητικά ορισμένα δεδομένα φαρμακοεπαγρύπνησης για το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, ανακλήθηκε. Με προηγούμενους ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς του Dr. McCullough έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές στο παρελθόν [Άρθρο 1][Άρθρο 2][Άρθρο 3][Άρθρο 4]

Ανάλυση των αποτελεσμάτων της μελέτης

Όπως αναφέρει η ομάδα ελέγχου γεγονότων του Reuters, πριν κάνουν το δεύτερο εμβόλιο, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξετάσεις, υπερηχοκαρδιογράφημα, μετρήσεις καρδιακού ρυθμού με ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) και εξετάσεις αίματος για την αναζήτηση βιοδεικτών που σχετίζονται με την καρδιά, συμπεριλαμβανομένων των Troponin-T και CK-MB, βιοδείκτες που υποδεικνύουν βλάβη στον καρδιακό μυ. Η εξέταση και τα τεστ επαναλήφθηκαν την τρίτη και έβδομη ημέρα μετά το δεύτερο εμβόλιο και την δέκατη τέταρτη ημέρα για ορισμένους από τους εφήβους. Οι συμμετέχοντες κρατούσαν επίσης ημερολόγια συμπτωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης και μπορούσαν να επικοινωνήσουν ή να επισκεφτούν τους γιατρούς της ομάδας μελέτης ανά πάσα στιγμή για να κάνουν ερωτήσεις ή να συζητήσουν τυχόν ασυνήθιστα συμπτώματα.

Πέρα από τις πιο κοινές παρενέργειες που παρατηρούνται μετά τον εμβολιασμό, όπως πυρετός και πονοκέφαλος, καρδιαγγειακές επιδράσεις όπως ταχυκαρδία ή μη φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό παρουσιάστηκαν σε 54 συμμετέχοντες, δηλαδή στο 18% και όχι στο 30% των συμμετεχόντων που αναφέρουν τα υπό εξέταση δημοσιεύματα. Η καταγραφή των επιδράσεων έγινε με Ηλεκτροκαρδιογράφημα. Από αυτούς τους 54, οι 39 ανέφεραν συμπτώματα όπως πόνο στο στήθος και αίσθημα παλμών, ενώ οι 15 δεν ανέφεραν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες που παρουσίασαν μη φυσιολογικό ΗΚΓ, 7 (όλοι άνδρες) είχαν αυξημένους βιοδείκτες φλεγμονής του καρδιακού μυός. Από αυτούς τους 7, οι τέσσερις ανέφεραν πόνο στο στήθος ή δυσφορία, και οι 3 δεν είχαν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Όλοι τους είχαν ήπια κλινική πορεία, φυσιολογική καρδιακή λειτουργία, και καμία ένδειξη μειωμένης ικανότητας άντλησης στον καρδιακό μυ, και τα όποια και κλινικά συμπτώματα υποχώρησαν αυθόρμητα και γρήγορα σε όλους τους ασθενείς,

Ένας νεαρός εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου για παρατήρηση της αρρυθμίας του για τέσσερις ημέρες, υποβλήθηκε σε θεραπεία με αντιφλεγμονώδη φάρμακα και τα συμπτώματά του υποχώρησαν μέσα σε λίγες μέρες, χωρίς ανιχνεύσιμη βλάβη στην καρδιά του, σύμφωνα με τη μελέτη. Αυτός ήταν και ο μοναδικός συμμετέχοντας που διαγνώστηκε επίσημα με μυοκαρδίτιδα. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, υπεβλήθη σε παρακολούθηση μετά το εξιτήριο, και πέντε μήνες αργότερα έδειξε πλήρη ανάκαμψη.

Οι περιορισμοί της μελέτης και η αιτία των υψηλότερων ενδείξεων

Παρά το γεγονός πως οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν πως σημαντικό ποσοστό των συμμετεχόντων, το 44%, έπασχε από υποκείμενες παθήσεις όπως ημικρανίες, άσθμα, αλλεργίες, διαταραχές του αίματος, και διαταραχές του θυροειδούς, στη μελέτη δεν αναλύεται αν αυτές σχετίζονται με τις παρενέργειες ή τις καρδιαγγειακές επιδράσεις που κατέγραψαν. Ένας ακόμα σημαντικός περιορισμός της μελέτης είναι πως οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να κάνουν εξετάσεις στα παιδιά πριν την πρώτη δόση του εμβολίου.

Όπως επισημαίνει το Reuters, η μελέτη Ταϊλάνδης επιβεβαίωσε ένα κρούσμα μυοκαρδίτιδας στους 301 συμμετέχοντες, και όχι ένα στους 43 όπως υποδεικνύεται σε κάποιες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το συγκεκριμένο ποσοστό μυοκαρδίτιδας (1 στα 301) μεταφράζεται περίπου σε 332 ανά 100.000. Αντίθετα, μια αναδρομική μελέτη στο Ισραήλ διαπίστωσε ότι τα ποσοστά μυοκαρδίτιδας ήταν υψηλότερα μεταξύ των νεαρών ανδρών ηλικίας 16-19 ετών, με 13,60 ανά 100.000. Μια πρόσφατη μελέτη από ερευνητές του CDC που εξέτασε δεδομένα από 40 συστήματα υγείας των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι η μυοκαρδίτιδα μετά από εμβολιασμό κατά του COVID-19 διαγνώστηκε σε ποσοστό 22,0–35,9 ανά 100.000 μεταξύ ανδρών ηλικίας 12-17 ετών.

Η μεγάλη διαφορά της Ταϊλανδέζικης έρευνας πιθανώς εξηγείται από τη μεθοδολογία της. Όπως εξηγούν οι ίδιοι οι συγγραφείς, πιθανότατα διαπίστωσαν υψηλότερα ποσοστά διαταραχής του καρδιακού ρυθμού και σημάδια φλεγμονής σε σχέση με άλλες μελέτες, επειδή έκαναν εξετάσεις που ανίχνευσαν ήπιες αλλαγές σε συμμετέχοντες με κανένα σύμπτωμα που κανονικά δεν θα είχε ελεγχθεί.

Εντούτοις, ο παιδιατρικός καρδιολόγος Eric Han, σε δημοσίευση του στο έγκυρο περιοδικό sciencebasedmedicine.org, αμφιβάλλει για το ότι οι καρδιακές μετρήσεις που η μελέτη αποκαλεί «μη φυσιολογικές» αποτελούν πράγματι ενδεικτικές δυσμενών επιπτώσεων στην καρδιά, ειδικά σε εφήβους χωρίς άλλα συμπτώματα. Ο Han εξηγεί πως μη φυσιολογικές τιμές ενός ΗΚΓ από μόνες του δεν αρκούν για τη διάγνωση της μυοκαρδίτιδας σε κάποιον χωρίς συμπτώματα, ενώ τονίζει πως ο αναγνώστης της μελέτης δεν μπορεί να εξακριβώσει πόσο παθολογικές μπορεί να ήταν οι μετρήσεις, επειδή δεν παρέχονται για σύγκριση δεδομένα των μετρήσεων που έγιναν πριν από τον εμβολιασμό.

Ο κόσμος που πιστεύει ότι οι εμβολιασμοί κατά του COVID σε παιδιά δεν είναι απαραίτητοι υποστηρίζει ότι τα μη φυσιολογικά ΗΚΓ από μόνα τους αρκούν για τη διάγνωση της υποκλινικής μυοκαρδίτιδας, κάτι που είναι εσφαλμένο. Στο πιο βασικό επίπεδο της ανάλυσης της έρευνας, το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συγκρίνει τα ευρήματα του ΗΚΓ πριν και μετά. Ενώ η προδημοσίευση ισχυρίζεται ότι το έκαναν αυτό, τα ευρήματα του ΗΚΓ πριν από τον εμβολιασμό δεν είναι διαθέσιμα στον αναγνώστη. Είναι δύσκολο να συγκριθούν τα αναφερόμενα ποσοστά που δίνονται σε αυτό το άρθρο με τα ποσοστά που χρησιμοποιήθηκαν σε προηγούμενες μελέτες πληθυσμού λόγω των διαφορετικών στατιστικών μεθόδων τους, αλλά θα ήθελα να τονίσω έντονα ότι τα άρθρα που παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό μυοκαρδίτιδας δεν αξίζουν της υψηλής δημοσιότητας γι’ αυτό το λόγο και μόνο.

O Dr Han εξηγεί πως εκτός από μια, όλες οι υπόλοιπες ενδείξεις του ΗΚΓ θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικές σε ένα παιδί ανάλογα με τις περιστάσεις.

Συγκεκριμένα, η φλεβοκομβική αρρυθμία (sinus arrhythmia) και ο έκτοπος κολπικός ρυθμός (ectopic atrial rhythm) στην παιδιατρική είναι ένα απολύτως φυσιολογικό εύρημα. Το ίδιο ισχύει και για τον διασταυρούμενο ρυθμό διαφυγής (junctional escape rhythm), όπου όταν δεν παρατηρείται αρτητιακή πίεση και διαταραχή καρδιακής λειτουργίας, πρόκειται για ένα πολύ συχνό φαινόμενο σε παιδιά που είναι σωματικά ενεργά, ιδίως κατά την ηρεμία. Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία (sinus tachycardia) μπορεί να θεωρηθεί ως μη φυσιολογικό εύρημα μόνο αν προηγηθεί σύγκριση τιμών ΗΚΓ πριν και μετά τον εμβολιασμό. Η φλεβοκομβική βραδυκαρδία (sinus bradycardia) στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι φυσιολογική στην παιδιατρική και μπορεί να θεωρηθεί ως μη φυσιολογικό εύρημα μόνο αν προηγηθεί σύγκριση τιμών ΗΚΓ πριν και μετά τον εμβολιασμό. Οι πρόωρες κολπικές ή κοιλιακές συσπάσεις (premature atrial or ventricular contractions) θεωρούνται μη ανησυχητικές σε μικρή ποσότητα και εμφανίζονται σε κάποια παιδιά, μπορούν να θεωρηθούν μη φυσιολογικό εύρημα μόνο αν προηγηθεί σύγκριση τιμών ΗΚΓ πριν και μετά τον εμβολιασμό, κατά προτίμηση με 24ωρο ηλεκτροκαρδιογράφημα.

Το μοναδικό εκ των ανωτέρω ευρημάτων που μπορεί να θεωρηθεί παθολογικό ανεξαρτήτως είναι η ανύψωση του ST (diffuse ST elevation), εύρημα που υποδηλώνει ερεθισμό της μεμβράνης που καλύπτει την καρδιά, δηλαδή περικαρδίτιδα, εύρημα που ανιχνεύτηκε μόνο σε έναν από τους συμμετέχοντες της μελέτης:

Πηγή: Cardiovascular Effects of the BNT162b2 mRNA COVID-19 Vaccine in Adolescents, σελ. 10

Ο Dr. Han δήλωσε ακόμα πως τα ευρήματά της συνάδουν επίσης με τη γενική ιατρική συναίνεση: πως υπάρχει αυξημένος κίνδυνος μυοκαρδίτιδας, η οποία είναι φλεγμονή που επηρεάζει ειδικά τον καρδιακό μυ, μεταξύ των νεαρών ανδρών μετά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19. Ακόμα πως και με αυτό το δεδομένο, τόνισε πως τα οφέλη του εμβολιασμού υπερτερούν των κινδύνων.

Σχολιάζοντας τη μελέτη στην ομάδα ελέγχου γεγονότων του Associated Press, o Dr. Eric David Adler, καρδιολόγος και διευθυντής καρδιακής μεταμόσχευσης και μηχανικής υποστήριξης του κυκλοφορικού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο, δήλωσε χαρακτηριστικά πως αυτή δεν έχει σχεδόν «καμία αξία». Σημείωσε ότι η μελέτη δεν περιελάμβανε εικονικό φάρμακο για να συγκρίνει τα αποτελέσματα, και πως τα περισσότερα από τα συμπτώματα που κατέγραψε η μελέτη, όπως η δύσπνοια, είναι ασήμαντα και μπορεί να οφείλονται σε άγχος από τη λήψη του εμβολίου.

Τα περισσότερα συμπτώματα θα μπορούσαν να εμφανιστούν αν έκανα σε κάποιον ένεση με νερό. Δεν υπάρχει πραγματικά καμιά νέα γνώση που να αποκτήσαμε από αυτήν τη μελέτη.

Επιπροσθέτως, όπως αναφέρουν οι ερευνητές της μελέτης, τα εν λόγω ευρήματα δεν είναι αρκετά για να τεκμηριώσουν αιτιότητα, δεδομένου πως είναι συχνά στο ευρύ κοινό:

Παρόλο που έχουν αναφερθεί καρδιαγγειακά συμβάντα με το εμβόλιο για την COVID-19, η αιτιότητα δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί, επειδή τέτοια καρδιαγγειακά ανεπιθύμητα συμβάντα είναι επίσης κοινά στο ευρύ κοινό που δεν λαμβάνει την παρέμβαση (σσ: το εμβόλιο)

Πηγή: Cardiovascular Effects of the BNT162b2 mRNA COVID-19 Vaccine in Adolescents, σελ. 2

Τέλος, σε σχετική ερώτηση του AP, ο Dr. Chayasin Mansanguan, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα κλινικής τροπικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Mahidol στην Ταϊλάνδη, και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, αρνήθηκε να σχολιάσει τις λεπτομέρειες της μελέτης πριν από τη δημοσίευσή της αλλά ανέφερε χαρακτηριστικά πως η μελέτη παρερμηνευόταν στα κοινωνικά δίκτυα.

Όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας, η παρενέργεια μυοκαρδίτιδας ή περικαρδίτιδας είναι η μόνη αξιοσημείωτη που έχει τεκμηριωθεί ότι συνδέεται αιτιωδώς με τον mRNA εμβολιασμό κατά της COVID-19. Ωστόσο, εμφανίζεται από πολύ έως εξαιρετικά σπάνια, κατά κανόνα ήπια και επιλύεται σύντομα με την καθιερωμένη αγωγή. Στον γενικό πληθυσμό εμφανίζεται ανά αρκετές δεκάδες χιλιάδες εμβολιασμούς κατά της COVID-19, σε αντίστοιχη συχνότητα με άλλα καθιερωμένα εμβόλια, όπως της γρίπης.

Τροπονίνη στο γενικό ενήλικο πληθυσμό και στα παιδιά

Το υπό εξέταση άρθρο παραθέτει επιπλέον σχολιασμό του καρδιολόγου Dr. Anish Koka σχετικά με τη Ταϊλανδική μελέτη. O Dr Koka σε δημοσίευση του στο substack.com, δηλώνει, όπως είναι λογικό, πως είναι ανησυχητικό να παρατηρούνται επίπεδα τροπονίνης στον οργανισμό ενός ατόμου αλλά, όπως ο ίδιος γράφει, αυτό αφορά το γενικό, ενήλικο πληθυσμό και δε γνωρίζει πως σχετίζεται αυτή η αύξηση στον παιδιατρικό πληθυσμό:

Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι κανείς δεν γνωρίζει επί του παρόντος τη μακροπρόθεσμη σημασία της κλινικής ή υποκλινικής μυοκαρδίτιδας που διαγιγνώσκεται εδώ, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία σε έναν ενήλικο πληθυσμό, η αύξηση της καρδιακής τροπονίνης έχει αποδειχθεί ότι είναι κακός προγνωστικός παράγοντας. Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται αυτό με τους παιδιατρικούς πληθυσμούς, αλλά δεν καταλαβαίνω ακριβώς γιατί κάποιος θα ήθελε να εκτελέσει αυτό το πείραμα.

Ωστόσο, ο παιδιατρικός καρδιολόγος Eric Han, στη δημοσίευση του στο sciencebasedmedicine.org που παρουσιάσαμε νωρίτερα, τονίζει πως τυχόν ανεβασμένα επίπεδα τροπονίνης έχουν διάφορες αιτίες πέραν της μυοκαρδίτιδας, μια εκ των οποίων είναι και η νόσηση από COVID-19:

Μπορώ μόνο να υποθέσω γιατί ο χρόνος της αύξησης της τροπονίνης είναι μόνο μετά από αρκετές ημέρες, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στον χρόνο που απαιτείται για τη δημιουργία της ανοσολογικής απόκρισης. Οι χρόνοι αύξησης της τροπονίνης που συζητήθηκαν αντικατοπτρίζουν επίσης όσα έχουν ανακαλυφθεί σε προηγούμενα έργα για την εμβολιαστική μυοκαρδίτιδα. Οι τροπονίνες είναι μια χρήσιμη εξέταση για την επιβεβαίωση της μυοκαρδίτιδας, αλλά τονίζω ότι η τροπονίνη στην κυκλοφορία του αίματος δεν είναι διαγνωστική της μυοκαρδίτιδας από μόνη της – ο ρόλος του καρδιολόγου είναι να ξεχωρίζει όλες τις άλλες αιτίες της τροπονίνης στην κυκλοφορία του αίματος, όπως η σωματική άσκηση.

Πηγή: The Main Causes and Mechanisms of Increase in Cardiac Troponin Concentrations Other Than Acute Myocardial Infarction
Via: COVID-19 vaccination and myocarditis: another preprint

Στα υπό εξέταση δημοσιεύματα γίνεται ακόμα σύντομη αναφορά στους αιφνίδιους καρδιακούς θανάτους, κυρίως σε νεαρούς αθλητές, ένα θέμα για το οποίο είχαμε γράψει σε πρόσφατο άρθρο μας. Συνοπτικά, σύμφωνα με τα δεδομένα της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, εκτιμάται πως πολύ πριν από την τρέχουσα πανδημία κάθε μήνα στη χώρα μας πεθαίνουν αιφνιδίως 10 με 15 νέοι άνθρωποι, ηλικίας ως 20 ετών. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι θάνατοι αυτοί οφείλονται σε αδιάγνωστες καρδιαγγειακές παθήσεις, κυρίως κληρονομικά καρδιακά νοσήματα, ενώ όσοι αθλούνται διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω της έντονης φυσικής δραστηριότητας στην οποία υποβάλλονται σχεδόν καθημερινά. Επιπροσθέτως, δεν έχει παρατηρηθεί αύξηση αιφνιδίων θανάτων τους τελευταίους 15 μήνες, ενώ η ίδια η νόσηση μπορεί να εξαπλασιάσει τον κίνδυνο καρδιακού θανάτου ακόμα και σε νεαρές ηλικίες.

Η «γρήγορη» ανάπτυξη των mRNA εμβολίων και το VAERS

Στη συνέχεια τα υπό εξέταση δημοσιεύματα αναφέρουν, ως λόγο ανησυχίας, τη γρήγορη ανάπτυξη των εμβολίων mRNA σε σχέση με τα παραδοσιακά εμβόλια. Όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν, τα πρώτα εμβόλια για την πρόληψη της COVID-19 ήταν έτοιμα να αξιολογηθούν από τους αρμόδιους φορείς υγείας σχεδόν έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας. Αυτό οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, ένας εκ των οποίων είναι ότι λόγω της επείγουσας κατάστασης της πανδημίας, οι διαδικασίες ελέγχου των εν λόγω σκευασμάτων έγιναν με πολύ πιο αποδοτικό τρόπο απ’ ότι συνήθως.

Συγκεκριμένα, στις κλινικές δοκιμές μέχρι και την εμφάνιση της πανδημίας, όλα τα δεδομένα που συλλέγονταν από τους ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων για την αποτελεσματικότητα και ασφάλειας των σκευασμάτων, αποστέλλονταν στους αρμόδιους φορείς ελέγχου μετά την ολοκλήρωση της κλινικής δοκιμής. Στις περιπτώσεις των εμβολίων για την COVID-19 τα δεδομένα στέλνονταν πρακτικά παράλληλα με την διεξαγωγή της δοκιμής μειώνοντας δραματικά το χρόνο της διαδικασίας.

Επιπρόσθετα, ένας παράγοντας που συνήθως παίρνει αρκετό χρονικό διάστημα είναι να βρεθούν άτομα τα οποία έχουν μια συγκεκριμένη νόσο προκειμένου να συμπεριληφθούν σε μια κλινική δοκιμή. Σε συμβατικές συνθήκες, ειδικά για ασθένειες που έχουν μικρό επιπολασμό, θα περνούσαν χρόνια μέχρι να συμβεί αυτό. Ωστόσο, δεδομένης της κατάστασης με την νόσο COVID-19 και του πολύ μεγάλου επιπολασμού, ήταν πολύ πιο εύκολο να βρεθούν νοσούντες οι οποίοι ήθελαν να συμμετέχουν εθελοντικά σε αυτές τις κλινικές δοκιμές. Ο παράγοντας του επιπολασμού όσο και ο μεγάλος αριθμός εθελοντών βοήθησε στη διενέργεια κλινικών δοκιμών με τεράστιο αριθμό συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, στην τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών της Pfizer/BioNTech συμμετείχαν 43.000 άτομα, ενώ στην τρίτη φάση κλινικών δοκιμών της Moderna συμμετείχαν 30.000 άτομα. Συγκριτικά, σε συμβατικές συνθήκες στη τρίτη φάση κλινικών δοκιμών, συμμετέχουν συνήθως έως 3.000 άτομα.

Ένας εξίσου σημαντικός παράγοντάς ήταν ότι 2 από τα πρώτα εμβόλια που τέθηκαν προς αξιολόγηση, συγκεκριμένα των εταιριών Moderna και Pfizer/BioNTech, βασίζονται στην τεχνολογία mRNA, η οποία εξετάζεται εδώ και δεκαετίες, και η οποία μπορεί να βοηθήσει στην ταχύτερη ανάπτυξη ορισμένων εμβολίων κατά του καρκίνου. Επομένως η προσαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας για τη περίπτωση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 ήταν πολύ ταχύτερη απ’ ότι θα ήταν στη περίπτωση που έπρεπε να αναπτυχθεί μια εντελώς νέα τεχνολογία από την αρχή. [πηγή]

Συνεχίζοντας, τα υπό εξέταση δημοσιεύματα αναφέρονται σε δεδομένα από το VAERS τα οποία, όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν, χρησιμοποιούνται πολύ συχνά με εσφαλμένο τρόπο από το ευρύ κοινό ή από ομάδες που τάσσονται κατά του εμβολιασμού. Η χρήση των εν λόγω δεδομένων με σκοπό να αποδειχτεί συσχέτιση παρενεργειών και θανάτων με φάρμακα και εμβόλια είναι πλήρως αβάσιμη, διότι, αφενός, οι αναφορές μπορούν να καταχωρηθούν από οποιονδήποτε, χωρίς να απαιτείται η τεκμηρίωση τους, και αφετέρου, όπως προειδοποιούν και οι ίδιοι οι φορείς φαρμακοεπαγρύπνησης, οι αναφορές που κατατίθενται στη βάση δεδομένων τους δεν εδραιώνουν σχέση αίτιου-αιτιατού μεταξύ μιας δεδομένης παρενέργειας και ενός συγκεκριμένου σκευάσματος.

Τα δημοσιεύματα παραθέτουν μελέτη που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2022, και υποδηλώνει πως είναι πιθανό η μυοκαρδίτιδα να υποκαταγράφεται, ως παρενέργεια των mRNA εμβολίων, στα συστήματα φαρμακοεπαγρύπνησης. Αν και η εν λόγω μελέτη δεν αφορά την υπόθεση της υποκαταγραφής, αυτή όντως αναφέρεται στο κείμενο της ως ένας από τους περιορισμούς της, όπου πιθανολογεί πως μπορεί να υπάρχει υποαναφορά:

Αυτή η μελέτη έχει αρκετούς περιορισμούς. Πρώτον, αν και οι κλινικοί γιατροί υποχρεούνται να αναφέρουν σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα μετά τον εμβολιασμό κατά του COVID-19, συμπεριλαμβανομένων όλων των συμβάντων που οδηγούν σε νοσηλεία, το VAERS είναι ένα παθητικό σύστημα αναφοράς. Ως εκ τούτου, οι αναφορές μυοκαρδίτιδας στο VAERS μπορεί να είναι ελλιπείς και η ποιότητα των πληροφοριών που αναφέρονται ποικίλλει. Οι ελλείψεις δεδομένων για το φύλο, τον αριθμό της δόσης εμβολιασμού και τη φυλή και την εθνικότητα δεν ήταν ασυνήθιστες στις αναφορές που ελήφθησαν, το ιστορικό προηγούμενης λοίμωξης SARS-CoV-2 επίσης δεν ήταν γνωστό. Επιπλέον, ως παθητικό σύστημα, τα δεδομένα VAERS υπόκεινται σε μεροληψίες αναφοράς, καθώς είναι πιθανές τόσο η υποαναφορά όσο και η υπερβολική αναφορά. Δεδομένου του υψηλού ποσοστού επαλήθευσης των αναφορών μυοκαρδίτιδας στο VAERS μετά από εμβολιασμό κατά του COVID-19 με βάση το mRNA, η υποαναφορά είναι πιο πιθανή. Επομένως, τα πραγματικά ποσοστά μυοκαρδίτιδας ανά εκατομμύριο δόσεις εμβολίου είναι πιθανώς υψηλότερα από τα εκτιμώμενα.

Αν και το ζήτημα της υποαναφοράς παρενεργειών είναι ένας από τους κύριους περιορισμούς των συστημάτων παθητικής επιτήρησης, όπως το VAERS και το EudraVigilance, πως τονίσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, ο βαθμός των υποαναφορών διαφέρει ανάλογα με την περίπτωση. Για παράδειγμα, εκατομμύρια εμβολιασμών σε όλο τον κόσμο προκαλούν πόνο και οίδημα στο σημείο του εμβολιασμού, καθώς και χαμηλό πυρετό, αλλά ελάχιστα από αυτά τα περιστατικά καταχωρούνται στο VAERS. Αυτό συμβαίνει διότι τόσο οι γιατροί όσο και οι πολίτες κατανοούν πως τέτοιου είδους συμπτώματα, μικρής σοβαρότητας, εμφανίζονται αρκετά συχνά μετά τον εμβολιασμό.

Αντιθέτως, σοβαρότερα και σπανιότερα συμπτώματα είναι πολύ πιο πιθανό να αναφερθούν, ειδικά όταν συμβαίνουν αμέσως μετά τον εμβολιασμό, ακόμα και αν εν τέλει είναι τυχαία και δεν σχετίζονται με αυτόν.

Πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε πως το ποσοστό παρενεργειών που καταχωρείται στο VAERS για σοβαρά συμπτώματα ήταν αρκετά αυξημένο. Η εν λόγω μελέτη διερεύνησε την «ευαισθησία» του συστήματος καταγραφής σχετικά με την εμφάνιση αναφυλαξίας μετά τον εμβολιασμό από επτά διαφορετικά εμβόλια, καθώς και την εμφάνιση του συνδρόμου Guillain-Barre μετά από τον εμβολιασμό με τρία διαφορετικά εμβόλια, και κατέληξε πως το ποσοστό καταχώρησης αυτών κυμαινόταν από 13% έως 76% και από 12% έως 64% αντίστοιχα.

Η μελέτη από το Ισραήλ και το ρίσκο μυοκαρδίτιδας από τη νόσηση

Τέλος, τα υπό εξέταση δημοσιεύματα παραθέτουν πρόσφατη μελέτη από το Ισραήλ η οποία, σύμφωνα με αυτά, αποδεικνύει πως ο κίνδυνος εμφάνισης μυοκαρδίτιδας μετά τη νόσηση από COVID-19 δεν είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο εμφάνισης μυοκαρδίτιδας από τον εμβολιασμό. Η μελέτη δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2022 και όντως συμπέρανε πως τα δεδομένα της υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τον COVID-19 σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Εντούτοις, η μελέτη συμπληρώνει πως θα χρειαστούν περαιτέρω μακροπρόθεσμες μελέτες για την εκτίμηση της συχνότητας περικαρδίτιδας και μυοκαρδίτιδας σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με COVID-19, ενώ στην ενότητα των περιορισμών καταγράφει αρκετούς σημαντικούς περιορισμούς στη μεθοδολογία της:

Η τρέχουσα μελέτη μας έχει αρκετούς περιορισμούς. Πρώτον, αν και ο δυνητικός αριθμός των συμμετεχόντων που εξετάστηκαν για συμπερίληψη ήταν μεγάλος, ο αριθμός των περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας ήταν μικρός. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στον περιορισμό μιας σχετικά σύντομης περιόδου παρακολούθησης λόγω της έναρξης του μαζικού προγράμματος εμβολιασμού. Δεύτερον, συμπεριλάβαμε μόνο περιπτώσεις νοσηλευόμενων ασθενών με μυοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα, ενώ τα ιατρικά αρχεία εξωτερικών ασθενών εξαιρέθηκαν από τη μελέτη. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να παραλείψει έναν μικρό αριθμό ασθενών με ήπια νόσο. Επιπλέον, συμπεριλάβαμε διάγνωση μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας σύμφωνα με τα ιατρικά αρχεία, χωρίς πρόσβαση σε πληροφορίες βασισμένες στον ασθενή σχετικά με την επιβεβαίωση της διάγνωσης.

Αναφορικά με το ρίσκο καρδιακών παθήσεων, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας, η μέχρι στιγμής εκτενέστερη μελέτη επί του ζητήματος (ακόμη προδημοσίευση αλλά με καθιερωμένη μεθοδολογία), εξέτασε τα ιατρικά αρχεία εκατοντάδων νέων 12-29 ετών στην Αγγλία, που πέθαναν εντός 3 μηνών από τον εμβολιασμό τους ή από νόσηση COVID-19. Η μελέτη αυτή συμπέρανε ότι δεν παρατηρήθηκαν αυξημένοι καρδιακοί ή άλλου τύπου θάνατοι έπειτα από τον εμβολιασμό ενώ, αντίθετα, το ρίσκο καρδιακού θανάτου εξαπλασιάστηκε έπειτα από τη νόσηση COVID-19. Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, ενώ οι θάνατοι νέων λόγω της COVID-19 είναι σπάνιοι, αυτό ισχύει γενικά και για τους θανάτους τους απ’ όλες τις αιτίες. Κατά την πανδημία, η COVID-19 έχει αποβεί πολύ πιο θανατηφόρα για τα παιδιά, σε σύγκριση με άλλες μεταδοτικές ασθένειες προτού εγκριθεί ο δικός τους εμβολιασμός, και σημαντικό ποσοστό των θανάτων αφορά παιδιά χωρίς υποκείμενα νοσήματα.

Όσον αφορά ειδικά τη συχνότητα της μυοκαρδίτιδας, που μπορεί να προκαλέσει ο εμβολιασμός έναντι της COVID-19, η βιβλιογραφία έχει τεκμηριώσει ότι στον γενικό πληθυσμό η συχνότητα είναι σημαντικά υψηλότερη έπειτα από τη νόσηση αλλά ακόμη δεν έχει προκύψει σαφές συμπέρασμα, ειδικά για την υποομάδα των νέων ανδρών. Η σκανδιναβική μελέτη και μια αντίστοιχη βρετανική εκτίμησαν υψηλότερη συχνότητα έπειτα από τον εμβολιασμό αλλά δύο μελέτες σε συστήματα υγείας των ΗΠΑ εκτίμησαν το αντίθετο.

Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω σύγκριση είναι αποσπασματική καθώς στη συνολική εικόνα η COVID-19 μπορεί να προκαλέσει πολύ ευρύτερα και σοβαρότερα καρδιακά προβλήματα σε παιδιά και νέους ενήλικες από αυτό της μυοπερικαρδίτιδας ενώ υπαρκτό είναι και το ρίσκο εμφάνισης μακράς COVID, με πρόσφατη μελέτη να υπολογίζει πως το 25% των παιδιών που θα νοσήσουν, στη συνέχεια θα αναπτύξουν long COVID, με χρόνια συμπτώματα που περιλαμβάνουν εναλλαγή της διάθεσης, κόπωση, διαταραχές ύπνου, ορθοστατική δυσανεξία, μειωμένη συγκέντρωση, σύγχυση, προβλήματα ισορροπίας, δυσανεξία στην άσκηση, υπεριδρωσία, διαταραχή της θερμοκρασίας του σώματος, και διακύμανση του ρυθμού και αίσθημα παλμών. Τα πιο σοβαρά προβλήματα κυμαίνονται από αρρυθμίες έως το Πολυσυστημικό Φλεγμονώδες Σύνδρομο (MIS-C) που, μεταξύ άλλων, συχνά προκαλεί κυκλοφορικό σοκ, το οποίο μπορεί να φτάσει σε καρδιακή ανακοπή χωρίς την κατάλληλη αγωγή. Αντιθέτως, η μυοπερικαρδίτιδα που μπορεί να εμφανιστεί λόγω του εμβολιασμού συνήθως είναι σημαντικά πιο ήπια.

Συμπέρασμα

Η εν λόγω μελέτη δεν αναγνώρισε καρδιακά προβλήματα, αλλά καρδιακές επιδράσεις, οι οποίες κυμαίνονται από ταχυπαλμίες, αίσθημα παλμών, πόνο στο στήθος, δύσπνοια, και σε μόνο μια εκ των περιπτώσεων επιβεβαιώθηκε μυοπερικαρδίτιδα. Σύμφωνα με καρδιολόγους που ανέλυσαν τη μελέτη πολλά από τα ευρήματα μπορεί να είναι εντελώς φυσιολογικά σε νεαρές ηλικίες, ενώ οι ίδιοι οι ερευνητές ανέφεραν πως η υψηλότερη συχνότητα συμπτωμάτων που κατέγραψαν πιθανώς οφείλεται στη μεθοδολογία τους, και πως η μελέτη τους παρερμηνεύεται στα κοινωνικά δίκτυα

Οι ανεπιθύμητες καρδιαγγειακές επιδράσεις που παρατηρήθηκαν ήταν ήπιες και παροδικές. Όλοι οι συμμετέχοντες που ανέφεραν συμπτώματα είχαν ήπια κλινική πορεία, φυσιολογική καρδιακή λειτουργία, και καμία ένδειξη μειωμένης ικανότητας άντλησης στον καρδιακό μυ, και τα όποια και κλινικά συμπτώματα υποχώρησαν αυθόρμητα και γρήγορα σε όλους τους ασθενείς.

Οι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη γρήγορη ανάπτυξη των εμβολίων δεν έχουν να κάνουν με την ασφάλεια τους. Η τεχνολογία mRNA αναπτύσσεται εδώ και δεκαετίες, κάτι που βοήθησε στην ταχύτερη ανάπτυξη τους. Επιπροσθέτως τα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφαλείας στέλνονταν στους αρμόδιους φορείς παράλληλα με τη διεξαγωγή της δοκιμής, κάτι που μείωσε δραματικά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τέλος, το υψηλό ποσοστό επιπολασμού στην κοινότητα βοήθησε στην εύρεση αρκετών εθελοντών για τη διεξαγωγή των κλινικών δοκιμών, κάτι που σε συνθήκες εκτός πανδημίας θα έπαιρνε αρκετό περισσότερο καιρό.

Η εν λόγω μελέτη που υποδηλώνει, σύμφωνα με τα υπό εξέταση δημοσιεύματα, υποκαταγραφή της μυοκαρδίτιδας στο VAERS, δεν αφορά την υπόθεση της υποκαταγραφής, αυτή όμως αναφέρεται στο κείμενο της ως ένας από τους βασικούς περιορισμούς των συστημάτων παθητικής επιτήρησης, στο ίδιο πλαίσιο με την υπερβολική αναφορά. Η μελέτη πιθανολογεί πως, ως περιορισμός της, είναι πιο πιθανή η υποαναφορά περιστατικών μυοκαρδίτιδας, ωστόσο ο βαθμός των υποαναφορών διαφέρει ανάλογα με την περίπτωση. Συμπτώματα μικρής σοβαρότητας εμφανίζονται αρκετά συχνά μετά τον εμβολιασμό και πολλές φορές δεν καταγράφονται, ενώ αντιθέτως, σοβαρότερα και σπανιότερα συμπτώματα είναι πολύ πιο πιθανό να αναφερθούν, ειδικά όταν συμβαίνουν αμέσως μετά τον εμβολιασμό, ακόμα και αν είναι τυχαία και δεν σχετίζονται με αυτόν.

Τέλος, σχετικά με τις πιθανότητες εμφάνισης μυοκαρδίτιδας, η συνολική βιβλιογραφία έχει τεκμηριώσει ότι στον γενικό πληθυσμό η συχνότητα είναι σημαντικά υψηλότερη έπειτα από τη νόσηση αλλά ακόμη δεν έχει προκύψει σαφές συμπέρασμα, ειδικά για την υποομάδα των νέων ανδρών. Εντούτοις, ειδικά στα παιδιά, η COVID-19 μπορεί να προκαλέσει πολύ ευρύτερα και σοβαρότερα καρδιακά προβλήματα όπως μακρά COVID με σειρά χρόνιων συμπτωμάτων, αρρυθμίες, ή Πολυσυστημικό Φλεγμονώδες Σύνδρομο (MIS-C), ενώ τυχόν περιπτώσεις μυοπερικαρδίτιδας που μπορεί να εμφανιστούν λόγω του εμβολιασμού συνήθως είναι σημαντικά πιο ήπιες.

Έχει εργαστεί ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος σε ηλεκτρονικά ΜΜΕ, στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας.